Από την εφηβεία στην ενηλικίωση της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης μέσα από την κριτική ματιά του Α. Γεωργόπουλου

Συγγραφέας: 

To βιβλίο του Αλέξανδρου Γεωργόπουλου «Περιβαλλοντική Εκπαίδευση: Ζητήματα ταυτότητας», εκδόσεις Gutenberg (2014) συνοψίζει την πορεία της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης στην Ελλάδα, ανιχνεύοντας ταυτόχρονα τη θέση της στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Πρόκειται για ένα βιβλίο αναστοχασμού και αυτοκριτικής για την ΠΕ κι  έχει ιδιαίτερη αξία τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή που ελπίζουμε στο σχεδιασμό και την υλοποίηση σημαντικών αλλαγών στην εκπαίδευση.  Είναι ένα βιβλίο οδηγός για όποιον είναι νέος  στο χώρο της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης, καθώς θα τον βοηθήσει να αποκτήσει μια ξεκάθαρη, έντιμη και σφαιρική  εικόνα για θεωρητικά και πρακτικά ζητήματα της ΠΕ. Παράλληλα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για όποιον ασχολείται χρόνια  με την ΠΕ, καθώς είναι μια σοβαρή και ίσως η μοναδική προσπάθεια αποτίμησης της  πορείας της στην Ελλάδα. 

Η φιλοσοφία με βάση την οποία είναι γραμμένο το βιβλίο στηρίζεται στη διατύπωση θεωριών, γεγονότων και ταυτόχρονα προβληματισμών και ερωτημάτων που οδηγούν τον αναγνώστη σε αναστοχασμό. Όπως γράφει και ο ίδιος ο συγγραφέας «Με καμία κυβέρνηση δεν προτείνω τη δική μου προσέγγιση ως την καλύτερη για όλους τους τόπους, τους χρόνους και τους εκπαιδευτικούς της ΠΕ». Η συγκεκριμένη δήλωση από μόνη της λέει πολλά για το ήθος και την προσωπικότητα του συγγραφέα.   Χωρίς δογματισμό, λοιπόν, αλλά με έντονη διάθεση να προβληματίσει και να βάλει τον αναγνώστη στη διαδικασία αναζήτησης απαντήσεων, διατυπώνει ξεκάθαρες θέσεις σε πολλά αμφιλεγόμενα ζητήματα σε σχέση με την έννοια και την εφαρμογή της ΠΕ στην Ελλάδα. Σε πολλά σημεία ο αναγνώστης αισθάνεται να συνδιαλέγεται με το συγγραφέα, σε ύφος απλό, κατανοητό και ταυτόχρονα επιστημονικό.

Ο ίδιος ο συγγραφέας γράφει ότι σκοπός του είναι πολύ περισσότερο η ξεκάθαρη διάκριση και οριοθέτηση ανάμεσα στις σχολές προσέγγισης της ΠΕ και πολύ λιγότερο η προσπάθεια να προκρίνει κάποια.  Με ειλικρίνεια ξεκαθαρίζει ότι αφού η γνώση παράγει εξουσία, προσπάθησε να παρουσιάσει τη γνώση που προσφέρει με τρόπο ανταγωνιστικό προς την κυρίαρχη εξουσία. Στερεώνοντας έτσι τη δική του αλήθεια, αλλά και μιας ευρύτερης ομάδας του χώρου της ΠΕ.

Είναι σημαντικό, ότι στο βιβλίο εκτός από τις θεωρητικές αναφορές, είναι πολλές και εκείνες που έχουν άμεση σχέση με την ελληνική εκπαιδευτική πραγματικότητα. Συγκεκριμένα, υπάρχουν αναφορές σε ανακοινώσεις εκπαιδευτικών όλων των βαθμίδων, μελών ΚΠΕ, Υπευθύνων ΠΕ, πανεπιστημιακών, οι οποίες παρουσιάστηκαν στα συνέδρια της ΠΕΕΚΠΕ και των Σχολικών Προγραμμάτων ΠΕ που είχαν διοργανωθεί από το Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Τις  αναφορές πλαισιώνει με τη θεωρία από την ελληνική και ξένη βιβλιογραφία, οριοθετώντας έτσι  το ελληνικό πλαίσιο  σε σχέση με την ΠΕ.  

Στο βιβλίο αναφέρονται πολλά και σημαντικά θέματα, ορισμένα από εκείνα που ως εκπαιδευτικός της πράξης ξεχώρισα είναι:

  • Εντοπίζει αρχικά ότι η πορεία της ΠΕ και η ανάπτυξή της στην Ελλάδα σηματοδοτεί μία επιστημονική παραδειγματική αλλαγή, σε δυο τουλάχιστον επίπεδα. Της παιδαγωγικής και του πλαισίου της κλασικής ηθικής, με τη συγκρότηση του πεδίου της περιβαλλοντικής ηθικής.
  • Τονίζει την αξία της βιωματικής μάθησης, της εργασίας σε ομάδες και το συνεργατικό κλίμα στην εκπαιδευτική διαδικασία, ενώ εξηγεί και τους λόγους που δεν εφαρμόζονται όσο θα έπρεπε. Μάλιστα αναφέρεται αναλυτικά σε όλη τη ρητορική γύρω από το θέμα, που αξίζει να απασχολήσει με αναστοχαστική και αυτοκριτική διάθεση τους Έλληνες εκπαιδευτικούς.
  • Συνδέει τα συναισθήματα με τη μαθησιακή διαδικασία, στο πλαίσιο της βιωματικής μάθησης και εξηγεί ότι οι ερωτήσεις «Τι αισθάνεσαι;» ή «Πώς έζησες το τάδε γεγονός;» είναι εξίσου χρήσιμες και εποικοδομητικές, όπως το «Τι ξέρεις για το τάδε γεγονός» και τονίζει την αξία της θετικής αυτοεικόνας σε πολλούς τομείς, μεταξύ των οποίων και η δόμηση της πολιτικής ταυτότητας.
  • Αναφέρεται στη συζήτηση για τον πολιτικό και επιστημονικό χαρακτήρα της ΠΕ και εξηγεί πως όταν στο πλαίσιό της επικαλούμαστε την αειφορία, τα δικαιώματα των επόμενων γενεών κλπ οι αποφάσεις και οι πράξεις μας θεμελιώνονται κυρίως σε  αξιακές και πολιτικές επιλογές και όχι σε επιστημονικές.
  • Αναρωτιέται «μήπως όλα όσα έχει στόχο να επιτύχει η ΠΕ είναι εξαιρετικά βαριά καθήκοντα, με τα οποία επιφορτίζουμε τον κάθε ένα μόνο του καθημερινό περιβαλλοντικό εκπαιδευτή;» Και συνεχίζει «μήπως αυτός ακριβώς δεν είναι ένας από τους λόγους για να φτιάξουμε συλλογικότητες;»
  • Τονίζει την ανάγκη απογαλακτισμού της ΠΕ από τις φυσικές επιστήμες. Γίνεται πλέον επιτακτική αυτή η ανάγκη, καθώς  μεγάλη μερίδα του εκπαιδευτικού κόσμου ταυτίζει την Περιβαλλοντική Εκπαίδευση με την οικολογία και τις φυσικές επιστήμες κι όσοι δεν είναι ΠΕ 04 (φυσικοί, χημικοί, βιολόγοι, γεωλόγοι) έχουν, κι αν δεν έχουν τους δημιουργούν, ενοχές ως προς την αποτελεσματικότητά τους σε προγράμματα ΠΕ.  Ο κ. Γεωργόπουλος αφού  έχει αναλύσει αρκετά το ζήτημα  αναφέρει  «Οι περιβαλλοντικές επιστήμες και η οικολογία ως επιστήμη έχουν διαφορετική υπόσταση από την ΠΕ και ακριβώς αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οφείλουμε να αναδείξουμε την ιδιαιτερότητά της, απογαλακτίζοντας την από τις περιβαλλοντικές επιστήμες».
  • Επισημαίνει πως οφείλουμε να σκεφτούμε σοβαρά, με ποιο τρόπο θα γίνει δυνατόν να ανατραπεί η κατάσταση, ώστε οι εργάτες της ΠΕ να γίνουν αυτόνομοι και ανεξάρτητοι. Και καταλήγει, ότι «η ίδια η φύση της ΠΕ νομιμοποιεί την πρόσβαση των επιστημόνων που κατάγονται από τις θετικές, τις κοινωνικές και τις ανθρωπιστικές επιστήμες. Αρκεί, όλοι αυτοί να αποδέχονται ότι αφενός δε διαθέτουν όλα τα επιστημολογικά εφόδια για τη μετακόμιση αυτή και κατά συνέπεια οφείλουν να συμπληρώσουν  τα κενά και να συνεργαστούν για να αναπτύξουν καινούρια διεπιστημονικά εργαλεία».

Προτρέπει από την αρχή ο συγγραφέας τον αναγνώστη να προσέξει τις υποσημειώσεις, καθώς εκεί υπάρχουν  σημαντικές πληροφορίες που συμπληρώνουν το κυρίως κείμενο. Πράγματι διατυπώνονται πολλά και ενδιαφέροντα  στοιχεία και μεταξύ πολλών άλλων, γίνεται αναφορά στην επιμόρφωση στην ΠΕ που έχει σχέση με την ταύτισή της με τις φυσικές επιστήμες. Είναι σημαντικό να γνωρίζουν αυτά τα στοιχεία όσοι θα σχεδιάσουν επόμενες επιμορφώσεις. Συγκεκριμένα, στα δέκα περίπου προγράμματα (ΕΠΕΑΕΚ) επαγγελματικής κατάρτισης/επιμόρφωσης εκπαιδευτικών στην ΠΕ που προκηρύχθηκαν και υλοποιήθηκαν το 1999-2000, οι επιστήμονες των περιβαλλοντικών επιστημών ήταν αυτοί που κατά κύριο λόγο  τα στελέχωσαν, εντείνοντας στους εκπαιδευτικούς τη σύγχυση ανάμεσα στην ΠΕ και τις περιβαλλοντικές επιστήμες. Τα περισσότερα από τα προγράμματα αυτά φάνηκαν να αγνοούν όλες τις προηγούμενες παραμέτρους διεπιστημονικότητας και κατά συνέπεια πολύ λίγο ανταποκρίνονταν στο περιεχόμενο της ΠΕ. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς ο μέσος εκπαιδευτικός της τάξης δεν έχει πολλές ευκαιρίες επιμόρφωσης κι αν αυτή που γίνεται δεν τον προσανατολίζει σωστά, τότε ποτέ δε θα εφαρμοστεί πρόγραμμα ΠΕ στην εκπαίδευση.  Το ίδιο έχει συμβεί και στη στελέχωση των Σχολείων Δεύτερης Ευκαιρίας που καταντά να έχει «κωμικοτραγικά αποτελέσματα: αντί να αναδεικνύει την ξεχωριστή φυσιογνωμία της ΠΕ, οδηγεί στην εμπέδωση της άποψης πως η τελευταία και οι περιβαλλοντικές επιστήμες είναι «ένα και το αυτό», πράγμα που είναι ανακριβές».

Ένα άλλο ζήτημα που αναδεικνύει είναι ότι, το γνωστικό κομμάτι των θεμάτων της ΠΕ αποτελεί την  κύρια ενασχόληση και επιδίωξη των προγραμμάτων που υλοποιούν οι εκπαιδευτικοί με μαθητικές ομάδες και είναι αυτό  που τελικά αξιολογούν. Συνειδητά ή ασυνείδητα εστιάζουν οι εκπαιδευτικοί στη μεταφορά πληροφοριών. Χαρακτηριστικά αναφέρεται σε  «γνωστικό ιμπεριαλισμό». Σε αυτό το πλαίσιο, εκτός των άλλων, τονίζει το ρόλο του δασκάλου, καθώς «η αλλαγή στάσεων των διδασκομένων προκαλείται μάλλον από τους διδάσκοντες παρά από το περιεχόμενο των μαθημάτων».

Όσον αφορά τις αξίες που ευαγγελίζεται η ΠΕ πως καλλιεργεί, είναι καίριος ο προβληματισμός και θα έπρεπε να απασχολεί όλους μας. Συγκεκριμένα ο συγγραφέας γράφει «Οφείλουμε να προσέξουμε τις πολιτικές διαστάσεις αυτού που  αποτελεί και το σκάνδαλο της ΠΕ. Το ότι ακριβώς στοχεύει και προσπαθεί να μετασχηματίσει ένα «χωράφι», το πεδίο των αξιών και κατά συνεπαγωγή των συμπεριφορών, για το οποίο δεν είναι εντελώς ξεκάθαρο το ποιος ακριβώς έχει την άδεια και από ποιον, να καλλιεργεί, επηρεάζοντας έτσι το αξιακό σύστημα των παιδιών, πράγμα που μπορεί να είναι μια πολιτική πράξη μεγάλης σημασίας».

Επισημαίνει πως πρέπει να μας προβληματίσει το γεγονός ότι, η ΠΕ παρόλα όσα πολύ σημαντικά έχει προσφέρει όλα αυτά τα χρόνια, διανύει μια περίοδο στασιμότητας, έχοντας φτάσει στα όρια των δυνατοτήτων της υπό τις παρούσες συνθήκες. Είναι σημαντικό ότι τα συμπεράσματα στηρίζονται σε ανακοινώσεις εκπαιδευτικών της πράξης, Υπεύθυνων Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης, Μελών ΚΠΕ και διατυπώνεται ακριβώς η αντίληψη που έχουμε όλοι σχετικά με την εξέλιξη και τα προβλήματα της ΠΕ στην Ελλάδα.

Ο συγγραφέας αναρωτιέται, λέγοντας πως δυσκολεύεται και ο ίδιος να απαντήσει «Έχουμε άραγε ανάγκη από τη συγκρότηση ενός ελάχιστου κοινού παρανομαστή που να αφορά στην οριοθέτηση περιχαράκωση της θεωρίας και της πρακτικής της ΠΕ και για τον οποίο να υπάρξει συναίνεση;  Το ερώτημα αυτό τίθεται διότι ο υπερβολικά αντικονφορμιστικός τρόπος με τον οποίο έγιναν κατανοητά τα συστατικά της, οδηγούν αρκετές φορές σε ένα χαοτικό πλαίσιο έλλειψης σχεδιασμού και οργάνωσης, υποβαθμίζοντας στοχοθεσία, μεθοδολογία και αξιολόγηση. Άραγε, μας αρκεί αν στην παρούσα κατάσταση καθένας από τους εργάτες της ΠΕ προσπαθεί απλά να βρει τον τρόπο, ώστε με το έργο του να συμμετέχει σε ένα κοινό σκοπό του περιβαλλοντικού γραμματισμού;»

Αναρωτιέται στη συνέχεια τι να κάνουμε, και βέβαια, στο βιβλίο διατυπώνονται και προτάσεις για το μέλλον. Προτείνει λοιπόν  ο κ. Γεωργόπουλος να απογαλακτιστεί η ΠΕ από τις φυσικές επιστήμες και την τεχνοκρατική, γνωσιοκεντρική τους αύρα. Να υιοθετηθούν μέθοδοι συνεργατικής μάθησης που προωθούν την αυτογνωσία, ως τομή κοινωνικο-οικονομικών και ιστορικο-πολιτισμικών παραγόντων. Αναφέρεται με ένα πιο αναλυτικό και ολιστικό τρόπο στη βιωματική μάθηση και  επισημαίνει πως η βιωματική εκπαίδευση σχετίζεται, εκτός των άλλων και με το βίωμα που είναι μοναδικό και υποκειμενικό για το κάθε άτομο (όλοι βλέπουν το ίδιο γεγονός, αλλά θυμούνται διαφορετικά πράγματα) και είναι αυτό που συγκινεί και κινητοποιεί. Εξηγεί πως «βίωμα σημαίνει την ίδρυση κάποιας προσωπικής σχέσης ανάμεσα στον εαυτό και το γύρω περιβάλλον και φαίνεται αυτό το γεγονός εγκαθιδρύει τη σχέση περιβαλλοντικής  και βιωματικής εκπαίδευσης». Διευκρινίζει ότι η βιωματική μάθηση σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται από την ανάπτυξη προσωπικής σχέσης με τα περιβαλλοντικά ζητήματα/προβλήματα (και δεν αρκεί μόνο η αναφορά στη σχέση πχ του μέσου Αμερικανού, Έλληνα ή Ινδού).

Αναδεικνύει το ζήτημα των προσωπικών θεωριών των εκπαιδευτικών και πώς αυτές επηρεάζουν τον τρόπο που σχεδιάζουν και υλοποιούν με τους μαθητές τους προγράμματα ΠΕ. Μας προτρέπει να ενδιατρίψουμε στις προσωπικές θεωρίες των εκπαιδευτικών δηλώνοντας πως «Η προσωπική θεωρία είναι πολύ σημαντική διότι κατ΄ αρχάς είναι οικοδομημένη μέσα από τα βιώματα του εκπαιδευτικού και ως εκ τούτου είναι πολύ ανθεκτική και επιπλέον βάσει αυτής και όχι των επίσημων θεωριών οι εκπαιδευτικοί αντιλαμβάνονται, ερμηνεύουν και αξιολογούν την πράξη τους»

Προτείνει την πιο συνειδητή και αποτελεσματική συνεργασία των ανθρώπων που εντάσσονται στην εκπαιδευτική κοινότητα της ΠΕ, οι οποίοι εργάζονται στα δυο παραδείγματα το ερμηνευτικό και το κοινωνικά κριτικό.  Αυτοί θα πρέπει να στοχεύσουν μαζί με τους κριτικούς ψυχολόγους και τους κριτικούς παιδαγωγούς σε ένα εναλλακτικό σχολικό σύστημα,  που θα δεσμεύεται να παράγει ελπίδα και να χρησιμοποιεί χειραφετικές μεθόδους. Ελπίζει έτσι πως μέσα από την αλληλοδιεισδυτική και συμπληρωματική σύζευξη των δύο παραδειγμάτων θα προκύψει ένα επιστημολογικό μόρφωμα, πολύ περισσότερο στιβαρό από τα δύο συστατικά από τα οποία προήλθε.

Παρακινεί ο συγγραφέας να εστιάσουμε στην επιμόρφωση των εκπαιδευτικών που σχετίζεται με την ενδυνάμωσή τους, ώστε αποκτώντας αυτοσυνείδηση και αυτοπεποίθηση να γίνουν ενεργητικότερα κοινωνικά υποκείμενα και να αναζητήσουν οι ίδιοι την ικανοποίηση των αναγκών τους. Επισημαίνει  ότι σημαντικό ρόλο παίζουν τα βαθιά βιωμένα συναισθήματα της θετικής αυτοεικόνας, της εμπιστοσύνης και της ασφάλειας που πρέπει να αισθάνονται τα άτομα της ομάδας και πιθανότατα αυτά είναι διευκολυντικά για τη δημιουργία πολιτών με κριτική στάση.

Ως επίλογο επιλέξαμε ένα απόσπασμα  από τις υποσημειώσεις, στο οποίο ο κ. Γεωργόπουλος διατυπώνει κάποιες σκέψεις του: «Έχουμε εμείς οι κοινοί θνητοί την ευκαιρία να επηρεάσουμε τα πράγματα, κι ακόμη κι αν ήταν οι αντίπαλοί μας  ακαταμάχητοι, πάλι θα έπρεπε να αντισταθούμε… Ποτέ δεν παύει να με τριβελίζει η δυνατότητα μιας άλλης, ριζικά διαφορετικής εναλλακτικής πορείας που θα μπορούσαν να πάρουν τα πράγματα, αν τυχόν μεγάλες ομάδες εκπαιδευτικών (και γενικότερα κόσμου) αποφάσιζαν να ασχοληθούν στα σοβαρά με την εκπαίδευση (και γενικότερα με τη ζωή τους)». Και τελικά αγγίζοντας και το συναίσθημα, μας προτρέπει να ακούσουμε το Imagine  του John Lennon και να καταστρώσουμε τρόπους παραγωγής ελπιδοφόρων καταστάσεων, ιδιαίτερα στην εκπαίδευση. 

-------------------------------

Το  κείμενο γράφηκε με αφορμή την παρουσιάση του βιβλίου του Αλέκου Γεωργόπουλου "Περιβαλλοντική Εκπαίδευση: Ζητήματα ταυτότητας" που οργανώθηκε από την ΕΛ.Ε.ΕΤ.Π.Ε.Α (Αθήνα (11/3/15) και το περιοδικό "Για την Περιβαλλοντική εκπαίδευση.