«Φιλοσοφία, φιλοσοφία είσαι εδώ; Κάνοντας φιλοσοφία με τα παιδιά», Συλλογικό

Ετικέτες: 

Επιστημονική επιμέλεια, εισαγωγή, μετάφραση: Έλενα Κ. Θεοδωροπούλου

Ή αλλιώς, κάτι στον κόσμο μας αναγκάζει να σκεφτούμε[1]….

Στο προτεινόμενο βιβλίο, που συνιστά μια συλλογή κειμένων ειδικών επιστημόνων και μελετητών, το ευθύ αρχικό ερώτημα του τίτλου παρακινεί σαν παιδικό παιχνίδι το ενδιαφέρον του αναγνώστη για τη μυστήρια, την αβέβαιη, την αθέατη, τη συρρικνωμένη ίσως ύπαρξη της φιλοσοφίας στο σημερινό αδιέξοδο κόσμο της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, του στυγνού κοινωνικοπολιτικού ελέγχου και της εκπαίδευσης της αγοράς. Ωστόσο, αυτό το ερώτημα δεν είναι το μοναδικό. Με μια προσεχτική ματιά στο δεύτερο μισό του τίτλου, ο αναγνώστης υποψιάζεται ότι το κάνοντας φιλοσοφία για/με παιδιά κρύβει πλήθος ερωτημάτων σχετικών με το εάν και με ποιο τρόπο η εκπαίδευση μπορεί και πρέπει να συνομιλήσει με τη φιλοσοφία. Ή αλλιώς, πώς είναι δυνατό να συνδέεται η φιλοσοφία, της οποίας η φύση είναι να θέτει ανεξάντλητα ερωτήματα και να αναπνέει μέσα από αυτά,  με την εκπαίδευση, η οποία στη θεσμοθετημένη και οριοθετημένη της μορφή είναι για να δίνει a priori απαντήσεις; Ποιο κομμάτι της φιλοσοφίας και γιατί μπορεί να ενδιαφέρει την εκπαίδευση και με ποιο οπλοστάσιο μπορεί να το πλησιάσει;

Στο κεντρικότερο, ίσως, ερώτημα, στο κατά πόσο τα παιδιά είναι ικανά να φιλοσοφούν και πώς μπορεί να προωθηθεί ή όχι αυτή η εκμάθηση, συνειδητοποιούμε ότι η φιλοσοφία συνδεότανανέκαθεν με το παιδί αυτό καθεαυτό αλλά και με σχολείο. Αφενός, γιατί η παιδική ηλικία και η φιλοσοφία συναντιόνται μέσα από τη βαθιά ανάγκη τους να ρωτήσουν, να απορήσουν, να θαυμάσουν. Αφετέρου, γιατί το σχολείο, όταν και αν λειτουργεί ως χώρος ελεύθερης διερεύνησης και διακίνησης των ιδεών, δηλαδή ως σχολή/σχόλη, συνυπάρχει εκ των πραγμάτων με τη φιλοσοφία. Το σχολείο-σχολή γίνεται το κατάλληλο περιβάλλον, όπου ο λόγος της φιλοσοφίας μπορεί να εκφέρεται δημόσια, να συνομιλεί, να αναρωτιέται, να θέτει προβλήματα, να αντιπαρατίθεται. Η φιλοσοφία χρησιμοποιεί λέξεις για να κατασκευάζει έννοιες και να ονομάζει τα πράγματα και τον κόσμο ενώ ταυτόχρονα απεργάζεται την ανατροπή κάθε βεβαιότητας. Έτσι, όμως, καθώς το υλικό της είναι οι λέξεις που μεταλλάσσονται σε σκέψεις, έχει βαθιά την ανάγκη για τις λεπτές αποχρώσεις, για την ακρίβεια. Εξασκεί, συνεπώς τη σκέψη, την κριτική σκέψη στο έπακρο τείνοντας στην αριστεία.

Κατά αυτόν τον τρόπο, η εμμονή της φιλοσοφίας για την συνεχή αναζήτηση είναι που μεταβάλλει το σχολείο στον τόπο όπου παιδιά και εκπαιδευτικοί συναντιούνται και συνδιαλέγονται. Το “κάνοντας” φιλοσοφία με παιδιά σημαίνει εφαρμόζοντας τη φιλοσοφία μαζί. Οι εκπαιδευτικοί που κάνουν φιλοσοφία με τα παιδιά και όχι στα παιδιά, ούτε καν για τα παιδιά είναι γιατί πιστεύουν ότι δεν μπορεί να υπάρχει εκπαίδευση χωρίς την ικανότητα να θέτεις υπό ερώτηση και να μαθαίνεις από μόνος σου, συνθήκη που εξασφαλίζει την ελευθερία της σκέψης και την οξύτητα της κρίσης. Εδώ, λοιπόν, μοιάζει να βρίσκεται το επίμαχο σημείο αλλά και η τομή της φιλοσοφίας με την εκπαίδευση: οι  προϋποθέσεις της πρώτης γίνονται οι συνθήκες της δεύτερης για τη διαμόρφωση των μικρών σκεπτόμενων  και αυριανών κριτικά συνειδητοποιημένων πολιτών. Διαφυλάσσεται έτσι στον χρόνο ένα πολύτιμο αγαθό: η ελευθερία της κρίσης.

Μελετώντας, έτσι, τα κείμενα, δεν παρακολουθούμε απλά τη συζήτηση που περιστρέφεται γύρω από το τι, το πώς, το γιατί, το γιατί τώρα, το πριν, το παρόν, το μέλλον της συνάντησης της φιλοσοφίας με την εκπαίδευση και μάλιστα στις μικρότερες βαθμίδες της. Η μορφή, το περιεχόμενο καθώς και οι ποικίλες απόψεις που παρουσιάζονται σε αυτόν τον τόμο είναι σαν να εμπλέκουν τον ενδιαφερόμενο εκπαιδευτικό να συμμετάσχει και ο ίδιος σε ένα διάλογο για μια σειρά παιδαγωγικών και συγχρόνως πολιτικών διακυβευμάτων, που προκύπτουν από την εφαρμογή ή όχι της Φιλοσοφίας με τα παιδιά.

Από αυτή τη σκοπιά, η έκδοση του βιβλίου φέρνει τους Έλληνες εκπαιδευτικούς σε επαφή με το κίνημα Φιλοσοφία για/με παιδιά σε μια κρίσιμη πολιτική και κοινωνικοοικονομική συγκυρία. Συγκυρία, εντός της οποίας το σχολείο όλο και πιο ξεκάθαρα αφήνει πίσω τον παιδευτικό του χαρακτήρα και γίνεται τόπος προετοιμασίας για την επιβίωση στο άγριο παιχνίδι της παγκόσμιας αγοράς. Ίσως, λοιπόν, σήμερα, που ο εκπαιδευτικός θεσμός λειτουργεί ως πρωτογενής ζώνη ελέγχου της σκέψης επιτρέποντας στην καθεστηκυία τάξη να συντηρείται και να αναπαράγεται αδιόρατα, η φιλοσοφία να αντιπροσωπεύει μια ανεπιθύμητη παρεμβολή. Ωστόσο και παρά τις αντίξοες συνθήκες, το προτεινόμενο βιβλίο μπορεί να συνεισφέρει σε έναν άκρως επίκαιρο και γόνιμο προβληματισμό. Η στοχαστική προσέγγιση των θεμάτων που διαπραγματεύεται καθώς και τα “επικίνδυνα” ερωτήματα που προκύπτουν, τα βαθιά φιλοσοφικά, για το ρόλο της εκπαίδευσης, μαζί με τις συγκεκριμένες παιδαγωγικές του προτάσεις διανοίγουν ορίζοντες στον εκπαιδευτικό λόγο και πράξη.

Ιδιαίτερα δε, το βιβλίο αυτό μπορεί να αποδειχτεί πηγή αναστοχασμού και αναδημιουργίας για τους εκπαιδευτικούς που ασχολούνται με την Περιβαλλοντική Εκπαίδευση, στο βαθμό που και αυτή στοχεύει στην κριτική σκέψη και την κριτική συνειδητοποίηση, κύρια χαρακτηριστικά του ενεργού πολίτη. Του πολίτη που δεν μπορεί παρά να συνυπάρχει αρμονικά με τον φυσικό και κοινωνικό κόσμο και που κάτι γύρω του τον αναγκάζει να σκεφτεί.

 

Ιωάννα Μικρογιαννάκη



[1] Αν και τα πλάγια γράμματα αποτελούν γνωστό κώδικα, εντούτοις επισημαίνουμε ότι αναφέρονται σε επιλεγμένες φράσεις των συγγραφέων του προτεινόμενου βιβλίου. Ωστόσο τοποθετούνται χωρίς τις παραπομπές σε ονόματα και σελίδες, καθώς εκείνο που μας ενδιαφέρει είναι η ροή του κειμένου και η παρακίνηση του ενδιαφέροντος του αναγνώστη να αναζητήσει και να μελετήσει ο ίδιος ό,τι οι ψηφίδες αδρομερώς εννοούν.

Επίσης, κρίνεται απαραίτητο να σημειωθεί ότι η επιλογή αυτών φράσεων ενέχει, όπως κάθε επιλογή άλλωστε, τα δια-κριτικά κριτήρια που αντανακλούν τη ματιά του προσώπου που κατέφυγε σε αυτήν. Ταυτόχρονα, γίνεται σαφές ότι, ακριβώς για αυτό, η επιλογή και η ερμηνεία που συνεπάγεται δεν θα μπορούσε – ούτε και θα ήθελε εν προκειμένω - να είναι η μοναδική.