"Παιδί, πόλη και σχεδιασμός. Το Spielraum" της Γαρυφαλλιάς Κατσαβουνίδου, Εκδόσεις: Κριτική, Αθήνα 2023
Το θέμα του βιβλίου “γεννήθηκε” από την εμπειρική έρευνα που πραγματοποίησε η συγγραφέας σε 5 σχολεία της Βέροιας με θέμα τη σχέση των παιδιών με τον αστικό χώρο, στα πλαίσια της διδακτορικής της διατριβής, “ενηλικιώθηκε” μετά από πολλές αναζητήσεις με την ολοκλήρωση της διατριβής που έθεσε το παιδί και την πόλη σε μια νέα σχέση μέσα από το παιχνίδι, “ωρίμασε” δε με την έκδοση αυτού του βιβλίου.
Βασική θέση της διατριβής ήταν ότι στη μοντέρνα εποχή, και κυρίως με την εισαγωγή του αυτοκινήτου στην πόλη, τα παιδιά βαθμιαία στερήθηκαν τον ζωτικό χώρο για την ελεύθερη κίνηση, τις συναναστροφές και το παιχνίδι τους. Η «παιδική χαρά» ως διακριτή χρήση γης περιθωριοποίησε το παιχνίδι ως δραστηριότητα και τα παιδιά ως χρήστες του δημόσιου χώρου. Αυτή η περιθωριοποίηση πέρασε στον τρόπο που η αρχιτεκτονική και η πολεοδομία, ως επιστημονικά και επαγγελματικά πεδία, αντιμετωπίζουν ακόμη και σήμερα την παιδική ηλικία.
Το βιβλίο βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στη διατριβή της συγγραφέα, αλλά εμπλουτίστηκε με σύγχρονες εφαρμογές και παραδείγματα ανθρωποκεντρικού-παιδοκεντρικού σχεδιασμού που μπορούν να μας καθοδηγήσουν για να σχεδιάσουμε πόλεις φιλικές για τα παιδιά.
Η συγγραφέας, μέσα από την “περιπλάνησή” της σε θεωρητικά και φιλοσοφικά μονοπάτια -και όχι μόνον, καθώς πηγές της ήταν και οι διάφορες μορφές τέχνης- άντλησε έμπνευση από, και συνομίλησε με τη δουλειά στοχαστών και δημιουργών από διάφορα πεδία της επιστήμης και της τέχνης για να διαπιστώσει ότι, αν και υπάρχει αρκετή βιβλιογραφία που αναδεικνύει τον κρίσιμο ρόλο του αστικού περιβάλλοντος στη ζωή των παιδιών και στη μελλοντική τους ευημερία ως ενήλικες, υπάρχει χάσμα μεταξύ των θεωρητικών προσεγγίσεων και της πρακτικής του αστικού σχεδιασμού. Όπως σημειώνει η ίδια, το παιδί … μοιάζει σχεδόν να αγνοείται από εκείνους που σχεδιάζουν το κτισμένο περιβάλλον: τους αρχιτέκτονες, τους πολεοδόμους και τους σχεδιαστές τοπίου.
Για τη γεφύρωση αυτού του χάσματος μεταξύ θεωρίας και πράξης, η συγγραφέας προτείνει τη θεωρητική σύνθεση των τριών εννοιών, «παιδί», «πόλη», «παιχνίδι», σε μια ολότητα που την ονομάζει Spielraum από την έννοια του Michel de Certeau στο βιβλίο του «Επινοώντας την καθημερινή πρακτική».
Το Spielraum, είναι ο χώρος που αφήνει περιθώρια για παιχνίδι, ένας χώρος ανοικτός στην ελεύθερη δράση. Ένας χώρος-ρωγμή στις προσχεδιασμένες και κατευθυνόμενες λειτουργίες και δράσεις παιδιών και ενηλίκων. Το Spielraum, με τα λόγια της συγγραφέα, είναι το ανυπάκουο μέλος ενός συστήματος που αντιστέκεται στα κυρίαρχα χαρακτηριστικά αυτού του συστήματος. … Από την άλλη, ως χωρική έννοια, το Spielraum υποδηλώνει τα τμήματα της πόλης που την καθιστούν «κατοικήσιμη», τους χώρους που αφήνουν «περιθώρια» («χώρους που επιτρέπουν την κίνηση») για παιχνίδι… Το Spielraum «σημαίνει» τον κοινό θεωρητικό τόπο όπου συναντιέται το παιχνίδι και το παιδί με τον (αστικό) χώρο.
Το βιβλίο προτείνει μια ολιστική προσέγγιση που διαπερνά τις ήδη διαμορφωμένες επιστημονικές περιοχές που ασχολούνται με το «παιδί», το «παιχνίδι», την «πόλη». Ερευνητικά ζητήματα που σχετίζονται με αυτές τις έννοιες βρίσκονται στο περιθώριο των κυρίαρχων επιστημονικών λόγων, όπως στο περιθώριο βρίσκονται το παιχνίδι ως δραστηριότητα και τα παιδιά ως χρήστες του δημόσιου χώρου. Ενώ, όπως επισημαίνει η συγγραφέας, Το Spielraum αποτελεί αυτόνομο ερευνητικό υποκείμενο που «έλκει» στην τροχιά του τους διαφορετικούς επιστημονικούς λόγους που το επηρεάζουν... Το υποκείμενο της μελέτης συγκροτείται έχοντας ως κεντρικό στόχο να σκεφτούμε τρόπους εμπλοκής των λόγων περί παιδιού… με την έρευνα και την πράξη της αρχιτεκτονικής στην αστική κλίμακα. Ως όχημα αυτής της εμπλοκής επιλέγεται το παιχνίδι, όχι όμως ως «παρακολούθημα» του παιδιού, αλλά με τη γενική του έννοια, ως πνεύμα του παιχνιδιού.
Το ερευνητικό αυτό υποκείμενο, το Spielraum, είναι το κεντρικό πρόσωπο του βιβλίου και το βιβλίο αφηγείται την πολυφωνική βιογραφία του. Βιογραφία, σημειώνει η Κατσαβουνίδου, δεν είναι μια οποιαδήποτε εξιστόρηση: είναι η εξιστόρηση μιας ζωής ως πράξης που έχει αναφορά στον κόσμο, μιας ιστορίας που έχει νόημα εγκόσμιο, που δεν αφορά μόνο τα υποκείμενα που άμεσα εμπλέκονται σε αυτή. Από την άλλη, η βιογραφία διαφέρει από την Ιστορία: ως αφήγηση, έχει από μόνη της μια ολότητα – αρχή και τέλος, και συγκεκριμένο πρωταγωνιστή, εν προκειμένω το Spielraum.
Η «πολυφωνία», συνεχίζει η συγγραφέας, δεν έχει τη σημασία της «ποικιλίας φωνών», αλλά σχετίζεται με την έννοια της πολυφωνίας όπως χρησιμοποιείται στη μουσική. Εντός της μουσικής, η πολυφωνία αναφέρεται σε μια μορφή, ένα σχήμα, μια οργάνωση, και μάλιστα ύψιστου βαθμού. Προϋποθέτει τη σε βάθος γνώση των κανόνων της, τόσο στην παραγωγή της … όσο και για την εκτέλεση, το παίξιμό της… Μπορούμε επομένως να εντοπίσουμε στην (πολυφωνική) μουσική τα χαρακτηριστικά του παιχνιδιού: όπως κάθε παιχνίδι, έχει μεν σαφείς κανόνες (η αρμονία πρέπει να διατηρείται), αλλά την ίδια στιγμή οι παίκτες μέσα στο παιχνίδι είναι ελεύθεροι (η μελωδία κάθε φωνής κινείται ανεξάρτητα, τονικά και χρονικά, από τις μελωδίες των άλλων). Είναι αυτή ακριβώς η σύνθεση των αντιθέτων, ελευθερία και δέσμευση, ανεμελιά και ιερή σοβαρότητα, χαρακτηριστικά τόσο της μουσικής όσο και του παιχνιδιού…
Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη, στο κυρίως κείμενο και στο παράλληλο τμήμα των Χαρακτήρων.
1. Στο κυρίως κείμενο (κεφάλαια 1-9) παρουσιάζεται η βιογραφία του Spielraum που περιλαμβάνει:
- την ιστορία των επιστημονικών λόγων για το παιδί και το παιχνίδι (φιλοσοφικός, βιολογικός, παιδαγωγικός, ψυχολογικός, κοινωνιολογικός λόγος), και
- την ιστορία του σχεδιασμού του υλικού χώρου της πόλης, όπου παρουσιάζονται παραδείγματα σε επίπεδο προτάσεων ή εφαρμογών για τους χώρους παιχνιδιού στην πόλη από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα. Τα πολυάριθμα αυτά παραδείγματα καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα, από την ενσωμάτωση της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Παιδιού στις εθνικές πολιτικές έως τη θέσπιση ειδικών πολεοδομικών προδιαγραφών για φιλικές για τα παιδιά γειτονιές και από στρατηγικές σε επίπεδο δήμου μέχρι τον φυσικό σχεδιασμό των χώρων παιχνιδιού, καταδεικνύουν δε ότι ο σχεδιασμός για τα παιδιά στην πόλη εσφαλμένα ταυτίζεται με τις παιδικές χαρές. Στην πραγματικότητα η παιδική χαρά είναι το ουσιαστικό σύμβολο της περιθωριοποίησης των παιδιών στην κοινωνία. Στο βιβλίο προτείνεται μια διαφορετική προσέγγιση που δεν θα διαχωρίζει τα παιδιά ως «ειδικούς» χρήστες αλλά θα οδηγεί στην «πόλη του Spielraum», όπου τα παιδιά θα μοιράζονται τον δημόσιο χώρο μαζί με όλες τις άλλες ομάδες χρηστών και όπου το παιχνίδι θα μπορεί να συμβεί παντού, δηλαδή σε μια πόλη φιλική για τα παιδιά.
2. Στο παράλληλο τμήμα των Χαρακτήρων(κεφάλαιο 10), παρατίθενται σύντομα βιογραφικά σημειώματα για τα πρόσωπα –συγγραφείς, δημιουργούς, διανοητές- που «εμφανίζονται» μέσα στη βιογραφία αυτή, πρόσωπα που έχουν διασταυρωθεί με το Spielraum και το έχουν επηρεάσει.
Το βιβλίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί, όπως σημειώνει η συγγραφέας, ως σύγγραμμα στην εκπαίδευση, αρχιτεκτόνων, πολεοδόμων και σχεδιαστών τοπίου, αλλά και από το ευρύτερο ακαδημαϊκό και φοιτητικό κοινό από πεδία συναφή, όπως η παιδαγωγική, η ψυχολογία και η κοινωνιολογία. Εξίσου σημαντικό, όμως, είναι να διαβαστεί από το ευρύ κοινό που ενδιαφέρεται για τα παιδιά και για τη θέση τους στην πόλη και στην κοινωνία, … Κύρια όμως επιδίωξή μου(της συγγραφέα) είναι να συμβάλει σε ένα σκίρτημα, μια από τα κάτω διεκδίκηση των ίδιων των πολιτών, για πόλεις που να σέβονται, να προστατεύουν το παιδί από τον κίνδυνο, να του προσφέρουν πρόσβαση σε ποιοτικούς δημόσιους χώρους, προς την κατεύθυνση της οικοδόμησης μιας –ουτοπικής;– κοινωνίας, που θα δίνει στο παιδί τον καλύτερο εαυτό της.
Το βιβλίο είναι επίσης ενδιαφέρον για τους εκπαιδευτικούς, καθώς στην ενδελεχή αυτή έρευνα, θα βρουν πλείστες αναφορές που μπορούν να τους εμπνεύσουν και να τους υποστηρίξουν στο έργο τους.
Τέλος, το βιβλίο είναι ωραίο και ως αντικείμενο, με όμορφα σχέδια και διαγράμματα και συνεπές information design, π.χ. η χρωματική διαφοροποίηση των σελίδων του βοηθά τον αναγνώστη να περιηγηθεί στο βιβλίο αν θελήσει να κινηθεί ελεύθερα –τα διάφορα κεφάλαια μπορούν να διαβαστούν σχετικά ανεξάρτητα- και να επιλέξει μια από τις πολλές εισόδους σε αυτό. Εξαιρετικό είναι και το σχέδιο του εξωφύλλου του βιβλίου που παραπέμπει στην ταινία «Το κόκκινο μπαλόνι» του Lamorisse και μας προσκαλεί να δράσουμε και να σκεφτούμε ότι ακόμη και μια μικρή καλή πρακτική μπορεί να γίνει πηγή έμπνευσης και να πολλαπλασιαστεί…