Η έννοια της βιώσιμης πόλης στη συνθήκη της κρίσης

Επίκουρη καθηγήτρια Τμήματος Αρχιτεκτόνων ΑΠΘ

  1. Εισαγωγή

 Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η πόλη αναδείχθηκε ως η, γεωγραφικά και διοικητικά προσδιορισμένη, χωρική οντότητα κατάλληλη για την προώθηση του οικουμενικού, πολυσυλλεκτικού, όσο και ασαφώς ορισμένου, στόχου της βιώσιμης ανάπτυξης.  Η έννοια ενσωματώθηκε και στην ελληνική νομοθεσία για τον πολεοδομικό και χωροταξικό σχεδιασμό στα τέλη της δεκαετίας του 1990. 

Μετά από δύο δεκαετίες, κατά τις οποίες η έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης κυριάρχησε στη συζήτηση για το περιβάλλον, στην ρητορική των πολιτικών και των διεθνών συμφωνιών και δικτύων (βλ. Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 1996, Satterthwaite, 1999 κ.α.)  η συνθήκη της οικονομικής κρίσης ανασύρει το παλιό δίπολο της περιβαλλοντικής προστασίας ως εμπόδιο στο στόχο της ανάπτυξης.   Στην Ελλάδα, η ελαστικοποίηση των θεσμών και των πλαισίων του πολεοδομικού σχεδιασμού και της περιβαλλοντικής προστασίας με στόχο την άρση των περιορισμών και τη δημιουργία ευέλικτων πεδίων για την προσέλκυση επενδύσεων, και η ιδιωτικοποίηση των φυσικών πόρων όπως η δημόσια γη και το νερό,  μετατρέπεται σε εθνική στρατηγική για την διάσωση της οικονομίας και την ανάπτυξη.

Σ’ αυτό το πλαίσιο, η παρούσα εισήγηση διατυπώνει αρχικά τέσσερις άξονες κριτικής στην κυρίαρχη έννοια της αστικής βιωσιμότητας και στη συνέχεια εστιάζει στον νέο ρόλο του  αστικού πρασίνου στο πλαίσιο της βιώσιμης πόλης.

 2.      Τέσσερα σημεία για την έννοια της βιώσιμης πόλης

 Βιώσιμη πόλη, ανταγωνιστική πόλη

Πιστή στον πραγματισμό της έννοιας της βιώσιμης ανάπτυξης, η έννοια της βιώσιμης πόλης ενσωμάτωσε τους στόχους της περιβαλλοντικής προστασίας, της κοινωνικής ισότητας και της οικονομικής ανάπτυξης, χωρίς να αμφισβητήσει το κυρίαρχο μοντέλο ανάπτυξης, και χωρίς κοινωνικά μεταρρυθμιστική πρόταση.  Έτσι, ο στόχος της ανταγωνιστικότητας της πόλης στην ελεύθερη παγκόσμια αγορά, κεντρικός άξονας στη ρητορική των προγραμμάτων ‘αστικής αναγέννησης’ στις πόλεις του κόσμου τις τελευταίες δύο δεκαετίες, ενσωματώνεται από το στόχο της αστικής βιωσιμότητας.   Η ποιότητα του αστικού περιβάλλοντος, όσο και η ελκυστικότητα της εικόνας του, καθώς και οι ‘πράσινες’ στρατηγικές αστικής διαχείρισης, αναδεικνύονται σε στοιχείο οικονομικής βιωσιμότητας, ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα και δεν αντιβαίνουν σε αυτήν.

 Πλανητικές διαστάσεις και τοπικά πλαίσια

Σ’ αυτό το πλαίσιο, η οικονομικά βιώσιμη πόλη καλείται να ανταγωνιστεί στη παγκόσμια αγορά για να προσελκύσει το κεφάλαιο που,  σύμφωνα με τη ρητορική του νεοφιλελευθερισμού,  κυκλοφορεί χωρίς περιορισμούς. Πρέπει ακόμη να είναι περιβαλλοντικά βιώσιμη, να σχεδιάσει δηλαδή στρατηγικές  για τη μείωση της συμβολής της στα πλανητικά περιβαλλοντικά προβλήματα, αλλά και την προσαρμογή της στις προβλεπόμενες ακραίες κλιματικές συνθήκες.  Η αστική βιωσιμότητα είναι, όπως η βιώσιμη ανάπτυξη, ένα ‘οικουμενικό σχέδιο’ (Αθανασίου 2001).  Οι πόλεις όμως διαφέρουν μεταξύ τους δραματικά, σε μέγεθος, μορφή, γεωγραφικά, αναπτυξιακά, πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Παρ’ όλο που το σχέδιο της αστικής βιωσιμότητας συγκροτείται σε οικουμενική βάση, τα συστατικά της βιώσιμης πόλης πρέπει να αναζητηθούν για την κάθε πόλη ξεχωριστά. Δεν μπορεί να υπάρχει ένα συνολικό σχέδιο αστικής βιωσιμότητας.

 Ανομοιογενή οικοσυστήματα

Η κάθε πόλη δεν αποτελεί μία ομοιογενή οντότητα. Η ‘μέτρηση’ της βιωσιμότητάς των πόλεων στην βάση των συνολικών επιπτώσεών της στη φυσική της ενδοχώρα ή τον ‘πλανήτη’ παραβλέπει το γεγονός ότι κάθε πόλη αποτελεί ένα έντονα διαφοροποιημένο πεδίο, στο οποίο συνθήκες φτώχειας κοινωνικού αποκλεισμού και περιβαλλοντικής υποβάθμισης ή ακόμη και περιβαλλοντικού κινδύνου, γειτνιάζουν απρόβλεπτα με συνθήκες πλούτου, υψηλής κινητικότητας και καθαρού αέρα σε καταπράσινα προάστια. Η πόλη, ως αστικό ‘οικοσύστημα’ (Girardet, 1992) μπορεί να τροποποιήσει τον ‘μεταβολισμό’ της προς μία κυκλική λειτουργία χωρίς απόβλητα, και το ‘οικολογικό αποτύπωμά’ (Rees, 1996) της στον πλανήτη μπορεί να μειωθεί συνολικά, ενώ οι κάτοικοι θα συνεχίσουν να βιώνουν ένα φάσμα από διαφορετικές περιβαλλοντικές και κοινωνικές συνθήκες. Οι βιολογικές μεταφορές προσδίδουν ‘βιολογική βάση’ στα προβλήματα της πόλης νομιμοποιώντας έτσι τις εσωτερικές διαφοροποιήσεις ως συστημικές και τις πολιτικές επιλογές ως επιστημονικές και μονόδρομες (Αθανασίου, 2001).  Οι πόλεις είναι κοινωνικά και περιβαλλοντικά διαφοροποιημένα περιβάλλοντα. Οι στρατηγικές της αστικής βιωσιμότητας εμπεριέχουν κοινωνικές και οικονομικές διαδικασίες και πολιτικές επιλογές και επηρεάζουν με διαφορετικό τρόπο διαφορετικούς ανθρώπους μέσα στο ανομοιογενές αστικό περιβάλλον.

 Διαλεκτικές διαδικασίες και παγιωμένες χωρικές μορφές

Ο στόχος του επαναπροσδιορισμού της σχέσης της  πόλης με τη φύση παραπέμπει στον παραδοσιακό διαχωρισμό της πόλης από τη φύση, της κοινωνίας  από τη φύση, που συχνά αναπαράγεται στη συζήτηση για τη βιωσιμότητα. Στη πραγματικότητα, η πόλη εμπεριέχει, ενσωματώνει και τροποποιεί φυσικές διαδικασίες όπως το κλίμα, ο κύκλος του νερού και των υλικών όπως και η ‘φύση’, η ύπαιθρος έξω από την πόλη, εμπεριέχει, ενσωματώνει και τροποποιεί  κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές διαδικασίες (βλ Heynen κ.α. 2006).  Το ενδιάμεσο τοπίο της σύγχρονης διάχυτης πόλης των δικτύων είναι η πιο προφανής υλοποίηση στο χώρο της αυτής της συνθήκης. Κατακερματισμένο, μεταβαλλόμενο, με υπολείμματα φύσης και θραύσματα πόλης, επεκτείνεται αέναα τροποποιώντας την ύπαιθρο σε ένα νέο ενδιάμεσο τοπίο.  Η αναζήτηση της βιωσιμότητας έχει εστιάσει σε χωρικά πρότυπα, όπως παραδείγματος χάριν τη συμπαγή πόλη,  που έχουν ως εννοιολογική τους αφετηρία τον διαχωρισμό της πόλης από την φύση και την παραδοχή της ανωτερότητας της φύσης στην οποία η πόλη εισβάλλει, υποβαθμίζει, καταλαμβάνει.  Τα χωρικά αυτά πρότυπα αντιμετωπίζουν την πόλη ως ‘πράγμα’ ανεξάρτητο από την διαδικασίες που την παράγουν και την αναπαράγουν. Ως ‘πράγμα’ με συγκεκριμένες ιδιότητες και αποκομμένο από κοινωνικές διαδικασίες αντιμετωπίζεται και η φύση, στο ίδιο πλαίσιο.  Ο στόχος της αστικής βιωσιμότητας απαιτεί την κατανόηση των – κοινωνικών, οικονομικών, πολιτικών, περιβαλλοντικών - διαδικασιών που παράγουν και αναπαράγουν την πόλη και τη φύση και την αναζήτηση νέων διαλεκτικών σχέσεων μεταξύ τους, όχι  νέων παγιωμένων χωρικών μορφών.

 3.  Το ‘πράσινο’ στη βιώσιμη πόλη

Ο σχεδιασμός και η διαχείριση των υπαίθριων αστικών χώρων είναι ένα μόνο από τα ζητήματα της πόλης που αναθεωρούνται στο πλαίσιο της συζήτησης για την βιώσιμη πόλη. Ποικίλες σχέσεις αναγνωρίζονται ανάμεσα στους υπαίθριους χώρους και άλλους τομείς της αστικής διαχείρισης όπως η διαχείριση του νερού, της ενέργειας και των υλικών.  Αναγνωρίζεται ο ρόλος των υπαίθριων χώρων ως ρυθμιστές του επιβαρυμένου αστικού κλίματος, ως ενδιαιτήματα άγρια ζωής, ως προνομιακά πεδία για την ανάδειξη φυσικών στοιχείων και την αποκατάσταση της λειτουργίας των φυσικών διαδικασιών στη πόλη.

Η παρουσία της φύσης στο δημόσιο χώρο της βιώσιμης πόλης διεκδικείται με τρόπο δυναμικό και όχι μόνο μέσα από την παρουσία της βλάστησης και την εξωραϊσμένη και στατική εικόνα της φύσης. Εντοπίζεται, κατ’ αρχήν, η ανεπάρκεια των ποσοτικών δεικτών και των προγραμματικών σταθερότυπων για την εξασφάλιση της περιβαλλοντικής λειτουργίας των υπαίθριων χώρων και αναδεικνύονται ζητήματα ποιοτικά στο σχεδιασμό και την χωροθέτησή τους στον αστικό ιστό. Επιδιώκεται η συμβολή τους  στην αποκατάσταση φυσικών διαδικασιών μέσα στην πόλη όπως ο κύκλος του νερού και των υλικών, η κίνηση του αέρα και της αστικής άγριας ζωής, καθώς και στη βιώσιμη διαχείριση των φυσικών πόρων μέσα από σχεδιαστικές επιλογές και αρχές διαχείρισης.  Τα χαρακτηριστικά του τοπικού κλίματος αναδεικνύονται ως αφετηρίες σχεδιασμού με στόχο την επίτευξη της θερμικής, οπτικής και ακουστικής άνεσης στον υπαίθριο χώρο.  Τα τοπικά είδη φύτευσης και η αυτοφυής βλάστηση, που αναπτύσσονται ευκολότερα από τα ξενικά και χωρίς εισροές χημικών και νερού, προκρίνονται ως αισθητικά καταλληλότερα και περιβαλλοντικά πιο φιλικά.   Η επαφή με την φύση στις τροποποιημένες συνθήκες της πόλης, ζητούμενο από την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης, επανέρχεται με νέους όρους. 

Την ίδια στιγμή, στις πόλεις του κόσμου και της σύγχρονης Ελλάδας της οικονομικής κρίσης, ο δημόσιος χώρος μετασχηματίζεται με τρόπους που υπονομεύουν τον δημόσιο χαρακτήρα του και τη λειτουργία του ως χώρο συμμετοχής και συνάντησης και ως φυσικό υποδοχέα της δημόσιας σφαίρας.  Στους ελκυστικούς δημόσιους χώρους της ανταγωνιστικής πόλης κατ’ εξοχήν χρήστες αναδεικνύονται οι καταναλωτές και όχι οι πολίτες.  Άλλοι ‘ανεπιθύμητοι’ διεκδικητές του δημόσιου χώρου, όπως οι άστεγοι, οι χρήστες ναρκωτικών ουσιών, αλλά και κάθε είδους διεκδικητές και διαμαρτυρόμενοι υπονομεύουν την ελκυστικότητα των πάρκων και των πλατειών και ωθούνται στις λιγότερες ορατές πλευρές της πόλης μέσα από κανονισμούς λειτουργίας, αναδιαμορφώσεις, περιφράξεις (βλ Low και Smith, 2006). Επιπλέον, οι μειωμένοι οικονομικοί πόροι της τοπικής αυτοδιοίκησης, δημιουργούν γόνιμο έδαφος για τον ιδιωτικό τομέα να επεκταθεί σε νέα πεδία. Ιδιωτικές επιχειρήσεις συχνά αναλαμβάνουν το ρόλο του χορηγού ή/και του διαχειριστή πάρκων και πλατειών και του εγγυητή της ελκυστικότητας και της ασφάλειάς τους. Ενώ λοιπόν οι υπαίθριοι χώροι της πόλης αναγνωρίζονται ως προνομιακά πεδία διεκδίκησης της φύσης μέσα στην πόλη, κοινωνικές και οικονομικές διαδικασίες και πολιτικές επιλογές που νομιμοποιούνται στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσης συχνά υποβαθμίζουν τον κοινωνικό ρόλο των χώρων αυτών και υπονομεύουν τον δημόσιο χαρακτήρα τους. 

Ενώ, ο περιβαλλοντικός σχεδιασμός των χώρων πρασίνου εισάγει την ροϊκότητα των φυσικών διαδικασιών και της βιώσιμης διαχείρισης, στη θέση της στατικής αναπαραγωγής της εικόνας της φύσης, εξακολουθεί να αντιλαμβάνεται το αστικό πράσινο ως μία καθαρά φυσική οντότητα αποκομμένη από τα κοινωνικά, πολιτικά και θεσμικά του συστατικά που διαμορφώνουν τη λειτουργία του και τη χρήση του. Αναπαράγει έτσι τον παραδοσιακό διαχωρισμό της κοινωνίας από τη φύση (βλ. στο Harvey,1996,  Smith, 2006,  κ.α.) και παραπέμπει σε μία ‘πραγμοποιημένη’ αντίληψη του αστικού πρασίνου που εμφανίζεται κατά το δυνατόν φυσικό ως λειτουργία, ελκυστικό ως εικόνα και ανεξάρτητο από τις διαδικασίες και τις πρακτικές που τροποποιούν την κοινωνική του λειτουργία, τον χαρακτήρα του, και τη σχέση του με τους πολίτες και τη δημόσια σφαίρα, όπως η ιδιωτικοποίηση, ο αποκλεισμός, η παρακολούθηση. Έτσι, η συζήτηση της αστικής βιωσιμότητας παραμένει αποκομμένη από την θεωρητική συζήτηση σχετικά με την ανάγκη επανεφεύρεσης του κοινωνικού χαρακτήρα του δημόσιου χώρου και δεν προτείνει εναλλακτική (Αθανασίου, 2012).

Ο δημόσιος χώρος αποτελεί προνομιακό πεδίο επαναδιαπραγμάτευσης του φυσικού στοιχείου στην πόλη, ενώ ταυτόχρονα η επαναδιαπραγμάτευση της φύσης στη πόλη ανοίγει την προοπτική μίας καινούριας σχέσης με τον δημόσιο χώρο.  Με άλλα λόγια, μία ενεργός σχέση των πολιτών με το δημόσιο χώρο ως χώρο συμμετοχής, αλληλεγγύης και ανεκτικότητας μπορεί να διερευνηθεί και μέσα από διαδικασίες που επεξεργάζονται νέες σχέσεις ανάμεσα στην πόλη και τη φύση και αντίστροφα. 

Η αναζήτηση της ‘φύσης’ στην πόλη, στο πλαίσιο της βιώσιμης πόλης, και ο λόγος για την επαναδιαπραγμάτευση του δημόσιου χώρου στις συνθήκες της κρίσης παραμένουν δύο ξεχωριστά πεδία που σπανίως συναντώνται στη θεωρία. Παρουσιάζουν όμως ένα δυναμικό πεδίο αλληλοτομίας με πολλές συνέργειες και αλληλεπιδράσεις. Στοιχεία του κοινού αυτού πεδίου μπορούμε να αναγνωρίσουμε σε συλλογικές πρακτικές που πληθαίνουν στην πόλη της οικονομικής κρίσης, όπως οι αστικές καλλιέργειες[1] σε δημόσια γη από adhoc συλλογικότητες, οι κινήσεις πολιτών για τη διεκδίκηση, κατασκευή και διαχείριση δημόσιων χώρων, καθώς και σε παραδείγματα πραγματικής συμμετοχής των κοινοτήτων της πόλης στη διαδικασία σχεδιασμού, κατασκευής και διαχείρισης δημόσιων χώρων πρασίνου, με την υποστήριξη της τοπικής αυτοδιοίκησης (Αθανασίου, 2012). Τέτοιες πρακτικές δεν συνιστούν απλώς αντιστάσεις αλλά πράξεις διαφορετικής χρήσης του αστικού πρασίνου και του δημόσιου χώρου.

4. Επίλογος

Η κατανόηση των οικονομικών κοινωνικών και πολιτικών διαστάσεων των περιβαλλοντικών ζητημάτων, των σχέσεων μεταξύ τους και με τον χώρο της πόλης προτείνεται στην παρούσα εισήγηση ως πιο παραγωγικό πλαίσιο διεκδίκησης της βιώσιμης πόλης από την ουτοπία των παγιωμένων χωρικών μορφών (Harvey, 1997), των οικουμενικών προτύπων  και της αποκομμένης εξιδανικευμένης, και εν πολλοίς φαντασιακής, ‘φύσης’.

Βιβλιογραφία

  1. Αθανασίου, Ε. (2001) Η αστική βιωσιμότητα ως ‘οικουμενικό σχέδιο’, Τόπος Επιθεώρηση Χωρικής Ανάπτυξης Σχεδιασμού και Περιβάλλοντος, Τεύχος 17, 31-48.
  2. Αθανασίου, Ε. (2001), ‘Άνισα Οικοσυστήματα’, Η Αρχιτεκτονική ως Τέχνη, Σύλλογος Αρχιτεκτόνων Θεσσαλονίκης (ΣΑΘ), 6, Νοέμβριος, σ28-29
  3. Αθανασίου, Ε, (2012) “’What’s up park’ ή H πολιτική οικολογία των χώρων πρασίνου στη Θεσσαλονίκη», 3ο Συνέδριο Πολεοδομίας, Χωροταξίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης, Βόλος 27-30 Σεπτεμβρίου (βιβλίο περιλήψεων και cd).
  4. Ευρωπαϊκή Επιτροπή (1996) Ευρωπαϊκές Βιώσιμες πόλεις, ΧΙ Γενική Διεύθυνση, Βρυξέλλες.
  5. Girardet, H. (1992) The Gaia Atlas of Cities: New directions for sustainable urban living, London: Gaia Books.
  6. Harvey D. (1996) Justice, Nature and the Geography of Difference, Cambridge MA: Blackwell Publishers.
  7. Harvey D (1997) ‘The new urbanism and the communitarian trap’ Harvard Design Magazine, Winter/Spring, 1.
  8. Haughton G. Hunter, C. (1994) Sustainable cities, London: Regional Studies Association.
  9. Heynen N Kaika M. Swyngedouw E (2006) ‘Urban political Ecology: Politicising the production of urban natures’ στο N. Heynen M. Kaika E. Swyngedouw (επιμ.) στο In the nature of cities, Routledge New York, 1-20.
  10. Low S. Smith N. ( επιμ) (2006) The politics of public space, Routledge: New York.
  11. Rees W.E. (1992) “Ecological footprints and Appropriated Carrying Capacity: What urban economics leaves out”, Environment and Urbanisation, 4 (2): 121-130.
  12. Satterthwaite D. (1999) The Earthscan reader in Sustainable cities, London: Earthscan.
  13. Smith N. (2006) ‘Foreword' στο N. Heynen M. Kaika E. Swyngedouw (επιμ.) In the nature of cities, Routledge: New York, xi-xv.


[1] Βλ. παραδείγματος χάριν την πρωτοβουλία καλλιεργειών στο πρώην στρατόπεδο Καρατάσου http://perka.oneirografos.net/