Η συνεργατική εναλλακτική της κοινωνίας απέναντι στην κερδοσκοπική συμμαχία της διαχείρισης των απορριμμάτων
Τα ονομαζόμενα «σκουπίδια», τα αστικά στερεά απορρίμματα (ΑΣΑ) έχουν αξία. Αποτελούν είτε πρώτες ύλες είτε ενδιάμεσα προϊόντα, που η επεξεργασία τους μπορεί να οδηγήσει στην παραγωγή νέων προϊόντων. Τα ΑΣΑ, αφού προέρχονται από προϊόντα, έχουν ενσωματωμένη εργατική δύναμη και υπεραξία (που ιδιοποιήθηκαν οι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής και οι διαχειριστές της υπεραξίας), τις οποίες πλήρωσαν τελικά οι πολίτες αγοράζοντας τα προϊόντα. Τα ΑΣΑ λοιπόν, αποτελούν πλούτο που ανήκει στους πολίτες. Ενσωματώνοντας νέα εργατική δύναμη κατά την επεξεργασία και διαχείριση των ΑΣΑ μπορούν να παραχθούν νέα προϊόντα, μπορεί να παραχθεί νέος πλούτος.
Σ΄ αυτήν τη διαδικασία, τίθενται τρία κρίσιμα ερωτήματα: Πώς θα γίνει η διαχείριση-επεξεργασία των ΑΣΑ; Ποιός θα την υλοποιήσει; Ποιός θα διαχειρισθεί και θα αποφασίσει για τη διανομή του παραγόμενου πλούτου;
Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα καθορίζουν και την απάντηση στο ερώτημα: Ποιός θα καρπωθεί τον παραγόμενο πλούτο από τα ΑΣΑ;
Πριν όμως απαντηθούν αυτά τα ερωτήματα, προηγείται μεθοδολογικά ένα άλλο ερώτημα.
Είναι τα ΑΣΑ πλούτος, που μπορεί να οδηγήσει σε νέο πλούτο;
Η ξεκάθαρη και τεκμηριωμένη απάντηση στο ερώτημα αν είναι τα ΑΣΑ πλούτος, που μπορεί να οδηγήσει σε νέο πλούτο, αποτελεί προφανώς βασική προϋπόθεση για την απάντηση όλων των άλλων ερωτημάτων που τέθηκαν παραπάνω.
Ιστορικά, τα ΑΣΑ αντιμετωπίσθηκαν ως άχρηστα σκουπίδια, ως πρόβλημα προς απαλλαγή και γι’ αυτό η αρχική αντιμετώπισή τους ήταν η ανεξέλεγκτη διάθεσή τους σε χωματερές (ΧΑΔΑ: χώροι ανεξέλεγκτης διάθεσης απορριμμάτων) ή στην καλύτερη περίπτωση σε χώρους υγειονομικής ταφής απορριμμάτων (ΧΥΤΑ).
Εδώ και πολλές δεκαετίες, οι επιστημονικές έρευνες, καθώς και πρακτικές εφαρμογές σε όλο τον κόσμο απέδειξαν ότι η μείωση-πρόληψη μέρους των ΑΣΑ (εξοικονόμηση πόρων – ενέργειας), η επαναχρησιμοποίηση του τμήματος των ΑΣΑ που μπορεί να χρησιμοποιηθεί μετά από επισκευή-επεξεργασία, η ανακύκλωση άλλων τμημάτων των ΑΣΑ (πχ χαρτί, γυαλί, αλουμίνιο, πλαστικό, μέταλλα κλπ), η κομποστοποίηση-λιπασματοποίηση του οργανικού κλάσματος, ακόμα και η θερμική επεξεργασία τους μπορούν να οδηγήσουν στην παραγωγή νέων προϊόντων, στη δημιουργία νέου πλούτου. Ταυτόχρονα με τα παραπάνω, επιστημονικές έρευνες απέδειξαν τις συγκεκριμένες κοινωνικές, οικονομικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις τόσο της μέχρι πρότινος διαχείρισης των ΑΣΑ με ΧΑΔΑ ή/και ΧΥΤΑ, όσο και όλων των άλλων μεθόδων, που εν δυνάμει μπορούν να οδηγήσουν σε νέο πλούτο [1].
Η ανάγκη αντιμετώπισης των προβλημάτων που δημιουργούν οι ΧΑΔΑ και ΧΥΤΑ σε συνδυασμό με τη δυνατότητα των ΑΣΑ να οδηγήσουν σε νέο πλούτο με άλλες μεθόδους διαχείρισης ήταν επόμενο να κινήσει το ενδιαφέρον της άρχουσας τάξης και των πολιτικών της εκπροσώπων, αφού ανοιγόταν νέο πεδίο αποκόμισης επιχειρηματικών κερδών διαμέσου της εκμετάλλευσης τόσο του πλούτου που περικλείουν τα ΑΣΑ και είναι στα χέρια των πολιτών, όσο και της εργατικής δύναμης που μπορεί να ενσωματωθεί κατά τη διαχείριση των ΑΣΑ με νέες μεθόδους και τελικά, της ιδιοποίησης της παραγόμενης υπεραξίας. Απέμενε να επιλεγεί η κατάλληλη μέθοδος διαχείρισης.
Ποιά μέθοδος διαχείρισης των ΑΣΑ είναι κατάλληλη και για ποιόν είναι κατάλληλη;
Και πάλι εδώ και πολλές δεκαετίες, επιστημονικές έρευνες, καθώς και εφαρμογές σε όλο τον κόσμο απέδειξαν αυτό, που μόλις πριν μερικά χρόνια αποδέχθηκε θεσμικά και η Ευρωπαϊκή Ένωση, ότι η καλύτερη διαχείριση των ΑΣΑ από ταυτόχρονα κοινωνική, οικονομική και περιβαλλοντική άποψη είναι αυτή που στηρίζεται σε τρεις άξονες με την εξής ιεράρχηση: 1) πρόληψη - μείωση, 2) επαναχρησιμοποίηση και 3) ανακύκλωση – κομποστοποίηση - λιπασματοποίηση των απορριμμάτων, έτσι ώστε μια πολύ μικρή ποσότητα αδρανών απορριμμάτων να καταλήγει σε χώρο υγειονομικής ταφής υπολειμμάτων (ΧΥΤΥ). Η συνάρθρωση των τριών αυτών μεθόδων σε συνδυασμό με την αποκεντρωμένη διαχείριση (εγκαταστάσεις και συστήματα διαχείρισης σε επίπεδο δήμου ή διαχειριστικής ενότητας δήμων και όχι πανάκριβα επενδυτικά και λειτουργικά μεγαθήρια) είναι η φθηνότερη, προστατεύει το περιβάλλον, μπορεί να υλοποιηθεί από τις τοπικές κοινωνίες και τα οφέλη να τα καρπωθεί όλη η κοινωνία (υπό προϋποθέσεις, που θα εξετασθούν παρακάτω). Αντίθετα, η σημερινή κατάσταση με τις χωματερές και τους ΧΥΤΑ (τελευταία μέθοδος στην ιεράρχηση) και η σχεδιαζόμενη με τα εργοστάσια καύσης – ενέργειας (προτελευταία μέθοδος στην ιεράρχηση) αποτελούν τις χειρότερες λύσεις διαχείρισης απορριμμάτων από κοινωνική, οικονομική και περιβαλλοντική άποψη [1].
Υπάρχει λοιπόν μια επιστημονικά και θεσμικά διεθνώς αποδεκτή ιεραρχία των μεθόδων διαχείρισης των απορριμμάτων, που αναδεικνύει τις λύσεις που ωφελούν τις τοπικές κοινωνίες.
Με δεδομένο ότι στην Ελλάδα σήμερα είναι ανεπιθύμητο κοινωνικά, οικονομικά και περιβαλλοντικά το γεγονός ότι τα ΑΣΑ καταλήγουν είτε σε ανεξέλεγκτες χωματερές είτε σε ΧΥΤΑ, προωθείται κυρίαρχα η εγκατάσταση εργοστασίων καύσης – ενεργειακής αξιοποίησης των απορριμμάτων, που θα αναλάβουν ιδιωτικές επιχειρήσεις στα πλαίσια ιδιωτικοποίησης της διαχείρισης των απορριμμάτων. Είναι προφανές ότι το ενδιαφέρον των πολυεθνικών και εθνικών εταιρειών οφείλεται στο γεγονός ότι αυτή η μέθοδος διαχείρισης των απορριμμάτων μπορεί να αποφέρει τα μεγαλύτερα κέρδη. Κέρδη για τους επιχειρηματίες, τα οποία θα προκύψουν από τα επιπλέον οικονομικά βάρη (τα μεγαλύτερα από οποιαδήποτε άλλη λύση) που θα πληρώσουν οι πολίτες για την ιδιωτικοποιημένη διαχείριση απορριμμάτων και μάλιστα σε περίοδο οικονομικής κρίσης με τα εισοδήματα συνεχώς να μειώνονται και την ανεργία να αυξάνεται.
Η πολιτική ιδιωτικοποίησης της διαχείρισης των απορριμμάτων δεν είναι τυχαία, αλλά αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της επιχειρούμενης ιδιωτικοποίησης τομέων στρατηγικής σημασίας για την κοινωνία, την οικονομία και το περιβάλλον (όπως είναι επίσης η ηλεκτρική ενέργεια, οι τηλεπικοινωνίες, οι σιδηροδρομικές μεταφορές, η ύδρευση κλπ) στα πλαίσια του κυρίαρχου νεοφιλελευθερισμού, ως της σύγχρονης έκφρασης του καπιταλισμού. Αυτή η νεοφιλελεύθερη πολιτική ιδιωτικοποιήσεων σε συνδυασμό με την άνευ ιστορικού προηγουμένου επιθετική πολιτική του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου αποτελεί μια πρωτοφανή επίθεση του μικρότερου αλλά και πλουσιότερου ποσοστού της κοινωνίας εναντίον της συντριπτικής πλειονότητας του πληθυσμού και οδηγεί σε μια τεράστια μεταφορά πλούτου από τους εργαζόμενους και τους μικρομεσαίους στα χέρια λίγων, βαθαίνοντας ακόμα περισσότερο την υπάρχουσα κρίση (που γεννήθηκε και οξύνθηκε ένεκα της κοινωνικής ανισότητας) και ωθώντας το σύστημα σε ακόμα πιο ακραία αταξία [2].
Ποιός μπορεί να υλοποιήσει την κοινωνικά – οικονομικά - περιβαλλοντικά καλύτερη διαχείριση των ΑΣΑ;
Έχοντας σα δεδομένο ότι μια διαχείριση των ΑΣΑ με το χαμηλότερο κόστος, με τις περισσότερες νέες θέσεις εργασίας, με την αποτελεσματικότερη προστασία του περιβάλλοντος και με δυνατότητα κοινωνικά δίκαιης κατανομής του παραγόμενου πλούτου είναι αυτή που βασίζεται στους τρεις άξονες: μείωση-πρόληψη, επαναχρησιμοποίηση και ανακύκλωση-λιπασματοποίηση, έτσι ώστε μια πολύ μικρή ποσότητα αδρανών απορριμμάτων να καταλήγει σε ΧΥΤΥ, τίθεται το ερώτημα: ποιός μπορεί να την υλοποιήσει;
Σύμφωνα με μια προσέγγιση, αυτήν τη διαχείριση με τους τρεις προαναφερόμενους άξονες θα μπορούσαν να την υλοποιήσουν και διαφόρων ειδών ιδιωτικές επιχειρήσεις. Περιβαλλοντικά το αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι το ίδιο καλό. Όχι όμως οικονομικά και κοινωνικά. Διότι και σ’ αυτήν την περίπτωση υπάρχει εκμετάλλευση του περικλειόμενου πλούτου των ΑΣΑ που ανήκει στους πολίτες, εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης που ενσωματώνεται στο νέο πλούτο που παράγεται με τη διαχείριση-επεξεργασία των ΑΣΑ και ιδιοποίηση της παραγόμενης νέας υπεραξίας από τους όποιους ιδιοκτήτες της όποιας επιχείρησης και διαχειριστές της υπεραξίας. Οικονομικά, το κόστος της διαχείρισης των ΑΣΑ ανεβαίνει για να καλυφθούν τα επιχειρηματικά κέρδη και κοινωνικά, είναι οι πολίτες που καλούνται να πληρώσουν και πάλι το λογαριασμό. Κατά συνέπεια, ακυρώνεται η δυνατότητα κοινωνικά δίκαιης κατανομής του παραγόμενου πλούτου, που παρέχει εν δυνάμει αυτή η διαχείριση.
Μπορεί τα επιχειρηματικά μεγέθη και συμφέροντα να είναι μικρότερα σε σχέση με αυτά, που εμπλέκονται στις περιπτώσεις των μεθόδων καύσης και ΧΥΤΑ, αλλά και αυτή η περίπτωση ανήκει στην προαναφερθείσα πολιτική ιδιωτικοποίησης και σε ότι αυτή συνεπάγεται.
Μια άλλη προσέγγιση αποτελεί η λεγόμενη δημόσια διαχείριση των ΑΣΑ. Ως δημόσια συνήθως νοείται είτε η διαχείριση που ασκείται από το κεντρικό κράτος (συμπεριλαμβανομένων και των αποκεντρωμένων υπηρεσιών του, που ελέγχονται από αυτό), είτε αυτή που ασκείται από την τοπική αυτοδιοίκηση (δήμοι και αιρετές περιφέρειες).
Σε ότι αφορά τις κεντρικές πολιτικές επιλογές για τα ΑΣΑ, αυτές κυριαρχούνται από την ήδη αναφερθείσα νεοφιλελεύθερη πολιτική της ιδιωτικοποίησης. Η οικονομική και πολιτική κερδοσκοπική συμμαχία της διαχείρισης των ΑΣΑ έχει σχεδόν διαμορφωθεί σε κεντρικό επίπεδο και είναι ανοικτή ακόμα η κατανομή μεταξύ των διαφόρων μεγάλων και μικρότερων επιχειρηματικών συμφερόντων (που σχετίζεται με την προαναφερθείσα κατανομή μεταξύ των διαφόρων μεθόδων διαχείρισης των ΑΣΑ). Δεν υφίσταται σήμερα πολιτική κεντρικής δημόσιας διαχείρισης των ΑΣΑ. Η κεντρική νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση είναι η ιδιωτικοποίηση ή η σύμπραξη δημόσιου – ιδιωτικού τομέα, που αποτελεί παραλλαγή της ιδιωτικοποίησης, τόσο από οικονομική (η εμπειρία απέδειξε ότι οι συμπράξεις δημόσιου - ιδιωτικού κοστίζουν πάντα πολύ ακριβότερα) όσο και από κοινωνική και περιβαλλοντική άποψη. Η νεοφιλελεύθερη πολιτική είναι ασύμβατη με την κοινωνικά – οικονομικά - περιβαλλοντικά καλύτερη διαχείριση των ΑΣΑ.
Στα πλαίσια της λεγόμενης δημόσιας διαχείρισης απομένει να εξετασθεί η αυτοδιοικητική διαχείριση των ΑΣΑ. Εδώ μπορούμε να διακρίνουμε τρία είδη ή πιθανές περιπτώσεις αυτοδιοικητικής διαχείρισης.
Η πρώτη περίπτωση είναι αυτή κατά την οποία μια αυτοδιοικητική αρχή έχει ταυτισθεί με τις προαναφερθείσες κεντρικές επιλογές της νεοφιλελεύθερης πολιτικής ιδιωτικοποίησης. Η αυτοδιοικητική αρχή, που είτε παραχωρεί τη διαχείριση των ΑΣΑ στον ιδιωτικό τομέα είτε συμπράττει με αυτόν, έχει πλέον προσχωρήσει στην οικονομική και πολιτική κερδοσκοπική συμμαχία της διαχείρισης των ΑΣΑ. Ουσιαστικά, δεν πρόκειται σ’ αυτήν την περίπτωση για αυτοδιοικητική διαχείριση, αλλά για σαφή ιδιωτικοποίηση της διαχείρισης.
Η δεύτερη περίπτωση είναι αυτή κατά την οποία μια αυτοδιοικητική αρχή αποφασίζει να διαχειρισθεί τα ΑΣΑ η ίδια, εφαρμόζοντας την προαναφερόμενη κοινωνικά – οικονομικά - περιβαλλοντικά καλύτερη διαχείριση. Περιβαλλοντικά και οικονομικά το αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι το επιθυμητό. Όχι όμως απαραίτητα και κοινωνικά δίκαιο. Διότι σ’ αυτήν την περίπτωση, η εκμετάλλευση του περικλειόμενου πλούτου των ΑΣΑ που ανήκει στους πολίτες, η εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης που ενσωματώνεται στο νέο πλούτο που παράγεται με τη διαχείριση-επεξεργασία των ΑΣΑ και η παραγόμενη νέα υπεραξία οδηγούν σε πλούτο που ανήκει στην αυτοδιοικητική αρχή και άρα θεωρητικά σε όλους τους πολίτες, αλλά τίθεται το ερώτημα ποιος διαχειρίζεται την νέα υπεραξία και τον νέο πλούτο και ποιος αποφασίζει γι’ αυτά. Στην εξεταζόμενη περίπτωση, εφόσον οι αποφάσεις λαμβάνονται από την αυτοδιοικητική αρχή, για λογαριασμό και στο όνομα μεν των πολιτών, αλλά χωρίς τους πολίτες, δηλαδή, χωρίς κοινωνικό έλεγχο, χωρίς διαδικασίες δημοκρατικού προγραμματισμού (λαϊκές συνελεύσεις όπου εκεί λαμβάνονται όλες οι αποφάσεις), τότε οι προτεραιότητες και οι τρόποι διάθεσης του παραγόμενου πλούτου μπορούν να καταλήξουν σε μια κοινωνικά άδικη κατανομή (πχ χρηματοδότηση έργων και δραστηριοτήτων χαμηλής κοινωνικά προτεραιότητας με ιδιωτικές εργολαβίες). Στην προκειμένη περίπτωση, η διαδικασία της διαχείρισης είναι αυτοδιοικητική, αλλά ο παραγόμενος πλούτος μπορεί να καταλήγει στα χέρια λίγων ιδιωτών και όχι στο κοινωνικό σύνολο. Η κοινωνικά δίκαιη διαχείριση των ΑΣΑ προϋποθέτει ότι και η ιδιοκτησία, αλλά και η διαχείριση της παραγόμενης υπεραξίας, του νέου πλούτου ανήκουν στους πολίτες και ασκούνται από τους ίδιους.
Η τρίτη λοιπόν περίπτωση είναι εκείνη κατά την οποία μια αυτοδιοικητική αρχή διαχειρίζεται τα ΑΣΑ η ίδια, εφαρμόζοντας την προαναφερόμενη κοινωνικά – οικονομικά - περιβαλλοντικά καλύτερη διαχείριση με κοινωνικό έλεγχο, με διαδικασίες δημοκρατικού προγραμματισμού (λαϊκές συνελεύσεις όπου εκεί λαμβάνονται όλες οι αποφάσεις), οπότε οι προτεραιότητες και οι τρόποι διάθεσης του παραγόμενου πλούτου μπορούν να καταλήξουν σε μια κοινωνικά δίκαιη κατανομή (πχ χρηματοδότηση έργων και δραστηριοτήτων υψηλής κοινωνικά προτεραιότητας με βάση τις κοινωνικές ανάγκες της εκάστοτε συγκυρίας). Σ’ αυτήν την περίπτωση, όχι μόνο οικονομικά και περιβαλλοντικά το αποτέλεσμα είναι το επιθυμητό, αλλά και η κοινωνικά δίκαιη διαχείριση των ΑΣΑ είναι εξασφαλισμένη, αφού και η ιδιοκτησία, αλλά και η διαχείριση της παραγόμενης υπεραξίας, του νέου πλούτου ανήκουν στους πολίτες και ασκούνται από τους ίδιους.
Με βάση τα παραπάνω, είναι προφανές ότι σ’ αυτήν την τρίτη περίπτωση βρίσκεται ο στόχος και οι διεκδικήσεις των κοινωνικών αγώνων, που αφορούν στη διαχείριση των ΑΣΑ.
Στο σημείο αυτό, τίθενται αναπόφευκτα ορισμένα ερωτήματα.
Σε περιοχές, που η αυτοδιοικητική αρχή υιοθετεί μεν την καλύτερη διαχείριση των ΑΣΑ, αλλά δεν εφαρμόζει διαδικασίες κοινωνικού ελέγχου και δημοκρατικού προγραμματισμού, μπορούν οι κοινωνικοί αγώνες να τις επιβάλλουν;
Η απάντηση μπορεί να είναι θετική μεν, αλλά η παράλληλη προετοιμασία εναλλακτικών λύσεων θα συνέβαλλε αποφασιστικότερα στον ίδιο σκοπό. Το θέμα αυτό εξετάζεται παρακάτω.
Σε περιοχές όμως, που οι κοινωνικοί αγώνες διαμορφώνουν μεν ένα πλειοψηφικό ρεύμα υπέρ της καλύτερης διαχείρισης, αλλά η αυτοδιοικητική αρχή συμπορεύεται με την κερδοσκοπική συμμαχία, ποιά διαχείριση τελικά θα εφαρμοσθεί;
Οι κοινωνικοί αγώνες μπορούν να αποτρέψουν τις κερδοσκοπικές λύσεις τύπου εργοστασίων καύσης κλπ, αλλά εφόσον η αυτοδιοικητική αρχή δεν προσχωρεί συνειδητά στην κοινωνικά επιθυμητή διαχείριση, τότε η διαχείριση που θα συνεχίσει να εφαρμόζεται θα είναι η υπάρχουσα, αυτή των ΧΥΤΑ, δηλαδή, η χειρότερη όλων των μεθόδων. Ακόμα κι αν υποτεθεί ότι η αυτοδιοικητική αρχή, υποχωρώντας στην κοινωνική απαίτηση, αποφασίσει την υιοθέτηση της κοινωνικά επιθυμητής διαχείρισης, αυτή δεν πρόκειται ποτέ να υλοποιηθεί με τέτοιους όρους. Το πιθανότερο είναι να την υπερασπίζεται στα λόγια και να αδιαφορεί για την εφαρμογή της (αυτό αποδεικνύει η μέχρι τώρα εμπειρία με την ελλιπέστατη προώθηση της πρόληψης, επαναχρησιμοποίησης, ανακύκλωσης, κομποστοποίησης κλπ), έτσι ώστε να αναδειχθεί ως αναγκαστική, ως μονόδρομος, η κερδοσκοπική λύση. Αλλά κι αν υποτεθεί ότι δεν θα την υπονομεύσει στην πράξη, το βέβαιο είναι ότι δεν μπορεί να υλοποιήσει κάποιος κάτι που δεν πιστεύει και αυτό ισχύει ιδίως για τις προαναφερόμενες μεθόδους, που απαιτούν συστηματική προσπάθεια και αφιέρωση δυνάμεων για να πετύχουν.
Εδώ είναι, που όλοι οι πολίτες της περιοχής χρειάζεται να πάρουν την υπόθεση στα δικά τους χέρια και να προωθήσουν οι ίδιοι την υλοποίηση της κοινωνικά – οικονομικά - περιβαλλοντικά καλύτερης διαχείρισης των ΑΣΑ σε αποκεντρωμένη κλίμακα και με διαδικασίες άμεσης δημοκρατίας. Δεν υπάρχουν αδιέξοδα στους κοινωνικούς αγώνες, αρκεί να μη βάζουμε μόνο στόχους, αλλά να φροντίζουμε να ξέρουμε και σημάδι.
Προσεγγίζοντας τη συνεργατική εναλλακτική της κοινωνίας
Όταν η κεντρική ή αυτοδιοικητική δημόσια διαχείριση δεν μπορεί (για οποιονδήποτε λόγο) να ταυτισθεί με την κοινωνικά – οικονομικά - περιβαλλοντικά καλύτερη διαχείριση των ΑΣΑ σε αποκεντρωμένη κλίμακα με κοινωνικό έλεγχο και διαδικασίες δημοκρατικού προγραμματισμού, τότε είναι όλοι οι πολίτες της περιοχής, που μπορούν να την εφαρμόσουν βασιζόμενοι στα στέρεα επιστημονικά και φιλοσοφικά θεμέλια της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας και της άμεσης δημοκρατίας, δημιουργώντας συνεργατική επιχείρηση – συνεταιρισμό για τη διαχείριση των ΑΣΑ και αναδεικνύοντας έτσι το πραγματικό περιεχόμενο του όρου «δημόσια διαχείριση» (διαχείριση από το «δήμο», δηλαδή από το «λαό», που είναι το πρωταρχικό και αρχαιοελληνικό νόημα της λέξης).
Και ισχύουν αυτά στα πλαίσια της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, αφού εξ ορισμού οι βάσεις της είναι:
- η συλλογική ιδιοκτησία της συνεργατικής επιχείρησης (ένας πολίτης ή/και εργαζόμενος - μία μετοχή - μία ψήφος)
- η ανατροπή της καπιταλιστικής σχέσης κεφαλαίου – εργασίας
- η άμεση δημοκρατία και ο λαϊκός έλεγχος των συλλογικών αποφάσεων (αποφάσεις από τις συνελεύσεις και όχι από αντιπροσώπους σε διοικήσεις που εκλέγονται μια φορά στα 2-4 χρόνια)
- η μη αποξένωση του εργαζόμενου από το προϊόν της εργασίας του
- η κοινωνική δικαιοσύνη και αλληλεγγύη: δεν είναι σκοπός το κέρδος, δεν διανέμονται κέρδη στους μετόχους, δεν δημιουργείται υπεραξία της μετοχής και άρα μελλοντικό κέρδος για τους μετόχους σε βάρος της υπόλοιπης κοινωνίας
- η ισότητα: η δημιουργία ισότητας από τον πλούτο που παράγεται και όχι ανισότητας όπως στο κυρίαρχο οικονομικό μοντέλο
- η δημιουργία συνθηκών όπου η ελεύθερη ανάπτυξη του καθενός είναι προϋπόθεση για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων
- η φιλική στο περιβάλλον δραστηριότητα
- η μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στη διαχείριση της συνεργατικής επιχείρησης σε σχέση με την καπιταλιστική
- η απόδειξη της ικανότητας της ανθρώπινης φύσης να διαχειρίζεται περίπλοκες κοινωνικές σχέσεις με αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες [2, 3].
Είναι απόλυτα απαραίτητο να ξεκαθαρισθεί ότι κάθε ονομαζόμενη συνεταιριστική επιχείρηση - συνεταιρισμός δεν σημαίνει ότι αυτόματα ανήκει στην κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία, αν δεν στηρίζεται στις παραπάνω βασικές αρχές. Επίσης, «ως προς τους σημερινούς συνεταιρισμούς, αυτοί έχουν αξία μόνον εφόσον είναι ανεξάρτητο δημιούργημα των εργατών και δεν προστατεύονται ούτε από τις κυβερνήσεις ούτε από τους αστούς» [4]. Γιατί «το ότι οι εργάτες θέλουν να δημιουργήσουν τους όρους της συνεργατικής παραγωγής σε μια κοινωνική κλίμακα και πρώτα απ’ όλα σε εθνική κλίμακα, στη χώρα τους, σημαίνει μόνο ότι αυτοί εργάζονται να ανατρέψουν τους σημερινούς όρους της παραγωγής και αυτό δεν έχει καμία σχέση με τη δημιουργία συνεταιρισμών με τη βοήθεια του κράτους» [4].
Ακόμα, «αν οι υλικοί όροι της παραγωγής αποτελούν συνεργατική ιδιοκτησία των ίδιων των εργατών, τότε και ο τρόπος διανομής των μέσων κατανάλωσης θάναι διαφορετικός από το σημερινό» [4]. Το οικονομικό μοντέλο παραγωγής και διανομής της κοινωνικής αλληλέγγυας οικονομίας αντιστρατεύεται τον καπιταλιστικό ανταγωνισμό, διότι δεν στηρίζεται στην κερδοσκοπία, αλλά στην ικανοποίηση των πραγματικών ανθρώπινων αναγκών, υλικών και άυλων. Όταν προκύπτει πλεόνασμα, αυτό συμβαίνει γιατί το πλήρωσε το κοινωνικό σύνολο. Σε αυτό λοιπόν πρέπει να επιστρέψει. Αυτό μπορεί να γίνει με διάφορους τρόπους καλύπτοντας πραγματικές ανάγκες που υπάρχουν τη δεδομένη ιστορική συγκυρία: με δραστηριότητες για να αντιμετωπισθεί η ανεργία, με δαπάνες για υγεία, εκπαίδευση, πρόνοια κλπ.
Συγκεκριμένα, η λειτουργία συνεταιρισμών διαχείρισης των ΑΣΑ από όλους τους πολίτες μιας περιοχής, μπορεί να περιλαμβάνει την κάλυψη των μισθών των εργαζομένων (που είναι και ιδιοκτήτες-μέτοχοι μαζί με όλους τους πολίτες της περιοχής), της απόσβεσης των πάγιων εξόδων, των λειτουργικών εξόδων και ότι περισσεύει, δεν διανέμεται στους μετόχους ως κέρδος, αλλά πηγαίνει για την κάλυψη άλλων κοινωνικών αναγκών (αλληλέγγυα οικονομία). Στην περίπτωση ενός τέτοιου συνεταιρισμού διαχείρισης των ΑΣΑ, ο περικλειόμενος πλούτος των ΑΣΑ που ανήκει στους πολίτες, η εργατική δύναμη που ενσωματώνεται στο νέο πλούτο που παράγεται με τη διαχείριση-επεξεργασία των ΑΣΑ και η παραγόμενη νέα υπεραξία οδηγούν σε νέο πλούτο που ανήκει σε όλους τους πολίτες και τον διαχειρίζονται όλοι οι πολίτες. Ένας τέτοιος συνεταιρισμός λοιπόν, δεν αποσκοπεί στην αποκόμιση κέρδους σε βάρος της υπόλοιπης κοινωνίας, αλλά στην αποτροπή της ιδιοποίησης της εργατικής δύναμης, της υπεραξίας, του πλούτου από τους λίγους, που επιχειρείται να συμβεί με την όποιας μορφής ιδιωτικοποίηση της διαχείρισης των ΑΣΑ.
Με συνεταιρισμούς όλων των πολιτών μπορεί να εφαρμοσθεί η προαναφερόμενη κοινωνικά – οικονομικά - περιβαλλοντικά καλύτερη διαχείριση με κοινωνικό έλεγχο, με διαδικασίες δημοκρατικού προγραμματισμού (λαϊκές συνελεύσεις όπου εκεί λαμβάνονται όλες οι αποφάσεις), οπότε οι προτεραιότητες και οι τρόποι διάθεσης του παραγόμενου πλούτου μπορούν να καταλήξουν σε μια κοινωνικά δίκαιη κατανομή. Σ’ αυτήν την περίπτωση, όχι μόνο οικονομικά και περιβαλλοντικά το αποτέλεσμα είναι το επιθυμητό, αλλά και η κοινωνικά δίκαιη διαχείριση των ΑΣΑ είναι εξασφαλισμένη, αφού και η ιδιοκτησία, αλλά και η διαχείριση του νέου πλούτου ανήκουν στους πολίτες και ασκούνται από τους ίδιους.
Η ιδέα της συνεργατικής αυτοδιεύθυνσης των επιχειρήσεων διαχείρισης των ΑΣΑ από όλους τους εργαζόμενους και τους πολίτες μιας περιοχής, οι οποίοι καταργούν και αντικαθιστούν τους καπιταλιστές στη θέση του καρπωτή της υπεραξίας που οι ίδιοι παράγουν, αποτελεί παράδειγμα μιας γενικότερης προσέγγισης, σύμφωνα με την οποία η απουσία της ήταν η καθοριστική αιτία, που ανέτρεψε τις κοινωνικές πολιτικές και το κράτος πρόνοιας στις καπιταλιστικές χώρες [5]. Οφείλουμε να σημειώσουμε ότι αυτή η προσέγγιση είναι η λογική συνέπεια των διαθέσιμων - εδώ και ενάμιση αιώνα - επιστημονικών αναλύσεων και θεωριών για την υπεραξία [6].
Υπάρχει λοιπόν «μια ακόμα μεγαλύτερη νίκη της πολιτικής οικονομίας της εργασίας επί της πολιτικής οικονομίας της ιδιοκτησίας. Μιλάμε για το συνεργατικό κίνημα…» [7], που θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι παρουσιάζει ένα φοβερό πρόβλημα, που εντοπίσθηκε εδώ και 150 χρόνια περίπου, ότι «οι ενώσεις των εργατών μπορούσαν να διαχειρίζονται καταστήματα, μύλους και σχεδόν κάθε είδους δραστηριότητα με επιτυχία και αμέσως βελτίωναν τις συνθήκες ζωής των ανθρώπων. Αλλά δεν άφηναν μια διακριτή θέση για αφεντικά. Τρομερό!» [8].
Προσεγγίζοντας τη συνεργατική εναλλακτική της κοινωνίας, υπογραμμίζουμε ότι «η αξία αυτών των μεγάλων κοινωνικών πειραμάτων δεν μπορεί να υπερεκτιμάται» [7]. Οι συνεργατικές επιχειρήσεις της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας δεν μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο από μόνες τους. Χρειάζεται η πολιτική γι’ αυτό. Αποτελούν μια βάση και ένα υπαρκτό πρότυπο (τεράστιας σημασίας θέμα), που μπορεί να προβληθεί στο μέλλον, αλλά χρειάζεται πολιτική για την κοινωνική αλλαγή. Η λειτουργία των συνεργατικών επιχειρήσεων αποτελεί από τη μια μεριά, μια μορφή άμυνας των εργαζομένων και όλων των πολιτών στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν και από την άλλη, ένα σχολείο δημοκρατίας και συλλογικής διακυβέρνησης, όπου συσσωρεύεται γνώση και εμπειρία στους εργαζόμενους και στους πολίτες, εξαιρετικά σημαντικές για την οικοδόμηση μιας άλλης κοινωνίας, δίκαιης και αλληλέγγυας.
Είναι ρεαλιστική η συνεργατική εναλλακτική; Απίστευτο, κι όμως είναι!
Το κυριότερο επιχείρημα, που χρησιμοποιείται για να υποστηριχθεί η ιδιωτικοποίηση της διαχείρισης των ΑΣΑ και να αποτραπεί οποιαδήποτε άλλη λύση, αφορά το οικονομικό ζήτημα: χρειάζονται λεφτά, οι επενδύσεις είναι ακριβές, λεφτά δεν υπάρχουν, άρα καταφεύγουμε στον ιδιωτικό τομέα που είναι πρόθυμος να επενδύσει.
Ας εξετάσουμε λοιπόν με στοιχεία, την οικονομική διάσταση της αναφερθείσας κοινωνικά – οικονομικά – περιβαλλοντικά καλύτερης διαχείρισης των ΑΣΑ σε αποκεντρωμένη και μικρή κλίμακα, με κοινωνικό έλεγχο και δημοκρατικό προγραμματισμό.
Διασταυρωμένα δεδομένα πρακτικών εφαρμογών και τεχνικο-οικονομικών μελετών, που εκπονήθηκαν από διάφορες συλλογικότητες σε συνεργασία με φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης στην Περιφέρεια Αττικής, καθώς και στην Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας, που δραστηριοποιούνται στην κατεύθυνση της κοινωνικά επιθυμητής διαχείρισης και συμμετέχουν στην πανελλήνια δικτύωση για την εναλλακτική διαχείριση των ΑΣΑ (Πρωτοβουλία Συνεννόησης για τη Διαχείριση των Απορριμμάτων κλπ) δείχνουν τα παρακάτω.
Σε μια περιοχή (Δήμο ή διαχειριστική ενότητα δήμων) με πληθυσμό περίπου 50.000 κατοίκους, η πλήρης εφαρμογή της προτεινόμενης διαχείρισης των ΑΣΑ σημαίνει:
- Έξοδα για πάγιες εγκαταστάσεις: 50 - 60 €/κάτοικο ή 100-120 €/κάτοικο αν χρειάζεται και συμμετοχή για εργασίες ΧΥΤΥ (εφόσον δεν υπάρχει ήδη στην περιοχή)
- Έξοδα διαχείρισης και λειτουργίας: 14-15 €/κάτοικο κάθε χρόνο
- Έσοδα: 50-75 €/κάτοικο κάθε χρόνο
- Νέες θέσεις εργασίας: 32.
Με βάση τα παραπάνω προκύπτει ότι στη χειρότερη περίπτωση χρειάζονται 135 €/κάτοικο τον πρώτο χρόνο (εφάπαξ πάγια έξοδα συν τα ετήσια λειτουργικά έξοδα) και 15 €/κάτοικο το δεύτερο χρόνο (τα ετήσια λειτουργικά έξοδα), άρα συνολικά 150 €/κάτοικο στα δύο πρώτα χρόνια εφαρμογής της συγκεκριμένης διαχείρισης. Τα έσοδα όμως θα είναι 50-75 €/κάτοικο κάθε χρόνο, οπότε σε 2-3 χρόνια θα υπάρχει απόσβεση και στη συνέχεια θα υπάρχει ένα όφελος 35-60 €/κάτοικο κάθε χρόνο.
Η προτεινόμενη λοιπόν διαχείριση είναι και φθηνή και βιώσιμη. Αν μια αυτοδιοικητική αρχή δεν μπορεί (για οποιονδήποτε λόγο) να την υλοποιήσει, τότε μπορούν να την υλοποιήσουν όλοι οι πολίτες της περιοχής, ενωμένοι στα πλαίσια της προαναφερθείσας συνεργατικής εναλλακτικής διαχείρισης των ΑΣΑ.
Η συγκυρία της οικονομικής κρίσης με τη συνεχή πτώση των εισοδημάτων και τη συνεχή αύξηση της ανεργίας, καθιστά ακόμα πιο επιτακτική και αναγκαία τη συνεργατική εναλλακτική, για να αποφευχθούν νέα οικονομικά βάρη στους πολίτες, που θα φέρει η όποια ιδιωτικοποίηση, αλλά και για να διατίθεται το όποιο πλεόνασμα στην κάλυψη των πραγματικών κοινωνικών αναγκών και όχι των ιδιωτικών συμφερόντων.
Αντί επιλόγου
«Αυτοί που τη χώρα σέρνουνε στην άβυσσο, λεν πως είναι τέχνη να κυβερνάς το λαό. Είναι πολύ δύσκολη για τους ανθρώπους του λαού» [9]. Στους πολίτες εναπόκειται να επιχειρήσουν να αποδείξουν το αντίθετο. Το πολύ-πολύ να χάσουν την άβυσσο.
Βιβλιογραφία
Νικολάου Κ., Πολιτική κερδοσκοπικής διαχείρισης των απορριμμάτων ή πράσινης ανάπτυξης; Ιστολόγιο Διαλεκτικά, 9.2.11, http://www.dialektika.gr
Νικολάου Κ., Επιστήμη και κρίση: Προσεγγίζοντας την κοινωνικά δίκαιη έξοδο, Ιστολόγιο Διαλεκτικά, 10.12.11, http://www.dialektika.gr
Νικολάου Κ., Η κρίση και η κοινωνική αλληλέγγυα οικονομία, Ιστολόγιο Διαλεκτικά, 27.6.11, http://www.dialektika.gr
Marx K., Κριτική του προγράμματος της Γκότα, Εκδ. Καμπίτση, Αθήνα
Wolff R., Workers self directed enterprises, Lecture, Berlin, 5.11.11
Marx K., Grundrisse – Fondements de la critique de l’ économie politique, Ed. Anthropos, Paris, 1968
Marx K., Inaugural Address of the International Working Men’s Association “The First International”, 1864, Marxists Org.
Marx K., The Capital. Acritiqueofpoliticaleconomy, Ed. Lawrence and Wishart, London, 1954
Brecht B., Γερμανικό Εγχειρίδιο Πολέμου, 1937