Ο «απογαλακτισμός» της ΠΕ από τις φυσικές και περιβαλλοντικές επιστήμες
Δεν μπορεί κανένας να αμφισβητήσει ότι οι περιβαλλοντικές και φυσικές επιστήμες είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την ΠΕ. Αποτελούν έναν από τους πυρήνες της, συνιστούν το στήριγμά της στο πεδίο των θετικών επιστημών, τροφοδοτούν με πληροφορίες και γνώσεις τους εκπαιδευτικούς που θεωρούν ότι εργάζονται μέσα σε αυτή την ιδιότυπη επιστημονική περιοχή. Επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι επιστήμονες των περιβαλλοντικών επιστημών ήταν οι πρώτοι που έκρουσαν τον κώδωνα του κινδύνου για την περιβαλλοντική κρίση του πλανήτη και εν τέλει, χωρίς αυτές ίσως δεν θα είχε υπάρξει η ΠΕ.
Με το πέρασμα των χρόνων όμως, η προηγούμενη αδιαφιλονίκητη ηγεμονία των περιβαλλοντικών επιστημών αρχίζει να αμφισβητείται, προς την κατεύθυνση της όλο και με περισσότερες αξιώσεις συναρμογή των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών με τις περιβαλλοντικές επιστήμες, ώστε όλες μαζί να φτάσουν να παράγουν ως τελικό προϊόν τους την ΠΕ. Κατά τη γνώμη μας, το γεγονός αυτό είναι μια ένδειξη ωρίμανσης της ΠΕ, είναι ένα ξεκάθαρο δείγμα ότι εμπιστεύεται την τύχη της σε περισσότερα από ένα επιστημονικά πεδία και κατακτά με το σπαθί της την διεπιστημονικότητα με την οποία υποτίθεται ότι είναι αξεδιάλυτα συνυφασμένη. Η πορεία αυτή εννοείται ότι ποτέ δεν ήταν χωρίς προβλήματα, παρεξηγήσεις, πισωδρομήματα, ζικ-ζακ.
Στο τελευταίο συνέδριο της ΠΕΕΚΠΕ (2012) σχετικά με το θέμα αυτό, τονίστηκε ότι «εδώ και καιρό έχει επισημανθεί στη βιβλιογραφία η ηθελημένη ή αθέλητη σύγχυση ανάμεσα στην ΠΕ και τις παραπάνω επιστήμες ή πολύ περισσότερο η θεώρηση της ΠΕ ως μέρους των φυσικών επιστημών. Τώρα περισσότερο από ποτέ είναι ανάγκη για την οριοθέτηση ανάμεσά τους με κύριο σκεπτικό την ανάγκη της ΠΕ να μιλήσει με τη γλώσσα των αξιών και της ομόλογης κοινωνικής παρέμβασης, πράγμα που οι συγγενείς της φυσικές και περιβαλλοντικές επιστήμες δεν μπορούν να κάνουν, απλούστατα διότι δεν συμπεριλαμβάνουν αξίες στο ρεπερτόριό τους εξ ορισμού. Τώρα είναι ευκαιρία για να αναδείξουμε τα διακριτά εκείνα χαρακτηριστικά της ΠΕ που εμπλέκονται με την τωρινή προβληματική κατάσταση των πραγμάτων και να τονίσουμε ότι η απλή και μονοσήμαντη μελέτη των φυσικών παραμέτρων της ρύπανσης του νερού και του αέρα, η αναφορά στις ωφέλειες του δάσους όσο αφορά το κλίμα, την αποφυγή της διάβρωσης και την παραγωγή ξύλου για τον άνθρωπο, η περιγραφή των τεχνικών χαρακτηριστικών της ανακύκλωσης και η επισήμανση των παραγόντων ποιότητας ζωής στις πόλεις δεν είναι πια καθόλου αρκετή. Χρειάζεται να ασχοληθούμε και να πληροφορήσουμε για τις ευθύνες και της ολιγωρίες της κεντρικής εξουσίας στο θέμα πχ της αντιμετώπισης της αέριας ρύπανσης ή του φαινομένου του θερμοκηπίου και για τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα που δρουν πίσω από αυτά τα προβλήματα και αυτό δεν μπορεί να γίνει παρεκτός και «βάλουμε στο χορό» και άλλες επιστημονικές περιοχές. Τα συμπτώματα της περιβαλλοντικής υποβάθμισης (ρύπανση κλπ) σχετίζονται με το περιεχόμενο των φυσικών επιστημών αλλά οι αιτίες της που συνδέονται με τις εκάστοτε κοινωνικές και πολιτικές επιλογές θα πρέπει να γίνουν αντικείμενο έρευνας από τις κοινωνικές επιστήμες, ενώ στη θεραπεία τους (αλλαγή συμπεριφοράς) οφείλουν κατά κύριο λόγο να συνεισφέρουν οι ανθρωπιστικές επιστήμες (παιδαγωγικά, ψυχολογία, ανθρωπολογία κλπ)»[i]. Μέσα από αυτές τις τελευταίες δεν μπορούμε παρά να καλλιεργήσουμε τις εναλλακτικές αξίες όπως το σεβασμό προς τα συλλογικά αγαθά, την αειφορία, την αλληλεγγύη, τον αντικαταναλωτισμό, την επικοινωνία, τη συνεργασία.
Μιλώντας για την ανάγκη συναρμογής και σύνθεσης όλων των παραπάνω επιστημονικών περιοχών, ώστε να φτάσουμε σε μια ισορροπημένη εκδοχή της ΠΕ, χρησιμοποιήθηκε ο όρος «απογαλακτισμός» της ΠΕ από τις φυσικές επιστήμες. Είναι πιθανό ότι υπήρξε κάποιου τύπου παρεξήγηση. Αυτό που ήθελε να τονίσει ο ένας από τους συγγραφείς του παρόντος άρθρου ήταν ότι «ήρθε το πλήρωμα του χρόνου» για να ανεξαρτητοποιηθεί η ΠΕ και να ιδρύσει το δικό της επιστημονικό πεδίο όπου δεν θα υπονοούνται ειδικές και προνομιακές σχέσεις με τις φυσικές επιστήμες, αλλά όλα τα επιστημονικά πεδία θα συμμετέχουν ισότιμα για την τελική συγκρότηση του πεδίου αυτού. Νομίζουμε ότι είναι φανερό ότι «απογαλακτισμός» από τη μητέρα δε σημαίνει καθόλου ούτε θανάτωση της μητέρας, ούτε αγνόησή της. Απλούστατα, το παιδί σταματά να εξαρτάται αποκλειστικά και εξ ολοκλήρου από τη μητέρα του για τη διατροφή του, και αρχίζει να βασίζεται και σε άλλες πηγές τροφής, που έρχονται από διαφορετικά-πια- περιβάλλοντα, πάνω στα οποία μπορεί πλέον να υπολογίζει για το μεγάλωμα και την ωρίμανσή του.
ΜΕ την έννοια αυτή ουδέποτε υποστηρίχθηκε ότι «απογαλακτισμός» από τις φυσικές επιστήμες θα σήμαινε την μετατροπή της ΠΕ από πολυδιάστατο αντικείμενο σε μονοδιάστατο όπως ερμηνεύτηκε στο άρθρο «Η σημασία των Φ.Ε στην Π.Ε και η σκοπιμότητα ενός διατμηματικού μαθήματος Π.Ε στην τριτοβάθμια εκπαίδευση» (Τεύχος 2/47) από τον αγαπητό Σίμο Οικονομίδη. Το νόημα του όρου «απογαλακτισμός» χρησιμοποιήθηκε γιατί όλο και περισσότερο εντείνεται η ανάγκη - και ο κόσμος της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης όλο και περισσότερο το συνειδητοποιεί - να απελευθερωθεί η ΠΕ από τη «φυσιολογική και αυτονόητη» άποψη ότι συνιστά μέρος των φυσικών επιστημών, ότι δεν μπορεί επ’ ουδενί λόγω να περικλείσει κοινωνιολογικές ή ανθρωπιστικού τύπου συνεισφορές ή και αν ακόμη έχει, αυτές να είναι σαφέστατα υποβαθμισμένες σε σχέση με τις αντίστοιχες των φυσικών επιστημών. Αναφέρουμε παρακάτω μερικές ενδείξεις αυτής της επιστημολογικής σύγχυσης αλλά και της συνεπακόλουθης μετατόπισης. Ένα απλό περιδιάβασμα στους τίτλους αλλά και στα περιεχόμενα των προγραμμάτων ΠΕ και στις ειδικότητες των εκπαιδευτικών που τα εμψυχώνουν - ειδικά κατά της προηγούμενες δεκαετίες - θα έπειθε για του λόγου το αληθές. Τα θέματα τα οποία γίνονταν τότε αντικείμενο πραγμάτευσης στα πλαίσια των προγραμμάτων ΠΕ που «έτρεχαν», συνήθως αφορούσαν τη φύση, ενώ σήμερα πια συζητείται αρκετά η σκοπιμότητα αυτής της επιλογής.
Να μην ξεχαστεί το γεγονός ότι στα δέκα περίπου προγράμματα (ΕΠΕΑΕΚ) επαγγελματικής κατάρτισης/επιμόρφωσης εκπαιδευτικών στην ΠΕ που προκηρύχθηκαν και υλοποιήθηκαν σε όλη τη χώρα κατά το 1999-2000, ήταν πολυπληθέστεροι επιστήμονες των περιβαλλοντικών επιστημών (από αυτούς της ΠΕ) ήταν αυτοί που κατά κύριο λόγο τα στελέχωσαν, εντείνοντας στους εκπαιδευτικούς τη σύγχυση ανάμεσα στην ΠΕ και στις περιβαλλοντικές επιστήμες. Τα περισσότερα από τα προγράμματα αυτά φάνηκαν να αγνοούν όλες τις προηγούμενες παραμέτρους διεπιστημονικότητας και κατά συνέπεια πολύ λίγο ανταποκρίνονταν στο περιεχόμενο της ΠΕ και στις συνεπαγόμενες εξ αυτού του γεγονότος ανάγκες των εκπαιδευτικών που εκπονούσαν εθελοντικά προγράμματα στα σχολεία. Για παράδειγμα, ανάμεσα στους επιστήμονες που έκαναν αίτηση για να αναλάβουν την ευθύνη διεκπεραίωσης των προγραμμάτων επιμόρφωσης εκπαιδευτικών στην ΠΕ το 2000 ήταν μετεωρολόγοι, οικολόγοι, γεωλόγοι κλπ. Στην παρόμοια αίτηση του 2007, ανάμεσα στους επιστήμονες που ανταποκρίθηκαν διεκδικώντας τη διαχείρισή τους, ήταν ένας ειδικός στα γεωγραφικά συστήματα πληροφοριών (ΕΜΠ-Αθήνα), ένας γεωλόγος (Καποδιστριακό-Αθήνα), ένας ειδικός στη διαχείριση των υδατικών πόρων (ΑΠΘ), ένας οικολόγος (πανεπιστήμιο του Αιγαίου) κλπ.
Τέλος να ληφθεί υπόψιν ότι στα Σχολεία Δεύτερης Ευκαιρίας για την διδασκαλία της ΠΕ μπορούσαν να υποβάλλουν υποψηφιότητα και να επιλεγούν, καθηγητές ειδικοτήτων τόσο από τις θετικές όσο και από τις θεωρητικές επιστήμες, λόγω της διεπιστημονικής φύσης του αντικειμένου, αρκεί να είχαν αποδεδειγμένη εμπλοκή στο πεδίο της ΠΕ. Από το 2005 όμως αποκλείστηκαν από την προκήρυξη οι των θεωρητικών επιστημών και ο αποκλεισμός αυτός συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Αυτό συνέβη γιατί στους κόλπους των αρμόδιων υπηρεσιών επεκράτησε η άποψη ότι η ΠΕ δικαιωματικά ανήκει στο χώρο των θετικών επιστημών οπότε κάλεσαν[ii] φυσικούς, βιολόγους, γεωλόγους, χημικούς μηχανικούς, μεταλλειολόγους(!), γεωπόνους και δασολόγους, περιβαλλοντολόγους και μηχανικούς περιβάλλοντος για να διδάξουν. Το γεγονός αυτό εννοείται ότι σε πολλές περιπτώσεις αλλοίωσε τον χαρακτήρα του μαθήματος το οποίο συρρικνώθηκε σε απλή διδασκαλία περιβαλλοντικών εννοιών.
Δείτε επίσης και σε σχέση με την προαναφερθείσα επιστημολογική μετατόπιση, ότι οι ποσοτικές μέθοδοι επεξεργασίας των δεδομένων - κλασσικό χαρακτηριστικό των θετικών επιστημών- φαίνεται ότι επικρατούσαν κατά τις τελευταίες δεκαετίες στις ερευνητικές εργασίες στο χώρο της ΠΕ, αλλά με το πέρασμα των χρόνων τείνουν να δίνουν τη θέση τους στις ποιοτικές μεθόδους και κατά τα τελευταία χρόνια, για παράδειγμα, οι διδακτορικές ερευνητικές εργασίες στο πεδίο της ΠΕ τείνουν να χρησιμοποιούν σχεδόν πάντα και ποιοτικές μεθόδους επεξεργασίας των ερευνητικών τους δεδομένων[iii] παράγοντας που δείχνει ότι οι ανθρωπιστικές επιστήμες κερδίζουν έδαφος στην επιστημονική κοινότητα της ΠΕ.
Εν πάση περιπτώσει ισχυριζόμαστε ότι ο υπέρμετρος τονισμός και η υπερβολική προβολή των περιβαλλοντικών επιστημών, εμποδίζει τη μετατόπιση του κέντρου βάρους των διαδικασιών και των θεσμών της ΠΕ προς την περιοχή της εξερεύνησης αξιών και συναισθημάτων, της άσκησης της βιωματικότητας, της κατάδειξης των πολιτιστικών παραμέτρων που ευθύνονται για την οικολογική κρίση του πλανήτη, της προώθησης της έμπρακτης συμμετοχής των πολιτών στο πολιτικό γίγνεσθαι (πράξη). Νομίζουμε ότι είναι περισσότερο από φανερή η «παρανόηση» που περιγράφουμε και για την υπέρβαση του/της οποίου/ας προτείνουμε τον «απογαλακτισμό» της ΠΕ από τις φυσικές επιστήμες.
Όλα τα προηγούμενα δεδομένα, αναδύθηκαν και με αφορμή το άρθρο «Διδάσκοντας την Περιβαλλοντική Επιστήμη. Η Πρόκληση» (Τεύχος 4/49) των καλών συναδέλφων Μανδρίκα, Ψωμιάδη, Χαλκίδη, Στούμπα, Κυριακού, Γκιόλμα και Σκορδούλη και με αυτή την ευκαιρία, θα θέλαμε να εκθέσουμε κάποιες σκέψεις που δεν τις θεωρούμε αναγκαστικά «θέσφατα» αλλά μέσω αυτών θα θέλαμε να τονίσουμε τη σπουδαιότητα του θέματος που συζητιέται. Αυτό το θέμα δηλαδή της σύγχυσης ανάμεσα στις περιβαλλοντικές επιστήμες και την ΠΕ ταλανίζει εδώ και καιρό την επιστημονική κοινότητα που ασχολείται με την ΠΕ αλλά και τις φυσικές επιστήμες, καθόλου άδικα μάλιστα για έναν παραπάνω λόγο, τον εξής: αν περιορίσουμε την ΠΕ στις φυσικές και περιβαλλοντικές της παραμέτρους, θα είναι σαν να παραδεχόμαστε ότι τα παιδιά ή οι φοιτήτριες/ές μας άπαξ και διδαχθούν το φαινόμενο θερμοκηπίου μέσα από τις περιβαλλοντικές του παραμέτρους, αυτομάτως θα πειστούν και θα αποδεχτούν και την αντίστοιχη αλλαγή πλεύσης στη ζωή τους που θα εξασφάλιζε την αειφορία του πλανήτη. Ατυχώς (ή και ευτυχώς-σκεφτείτε το!) όμως τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι. Αυτό που χρειάζεται είναι αλλαγή αξιών, εξερεύνηση και διαχείριση συναισθημάτων, κοινωνιολογική ανάλυση των διαφορετικών συμφερόντων των διαφορετικών κοινωνικών ομάδων που εμπλέκονται, ώστε να προωθηθεί μια κριτική ανάγνωση της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας κλπ, κλπ. Δεν τελειώνει το ζήτημα με την περιγραφή του φαινομένου και την μεταφορά της γνώσης για την θερμότητα του ήλιου που παγιδεύεται στη στρατόσφαιρα της γης.
Το παραπάνω άρθρο είναι ένα πολύ καλό άρθρο, έχει μια εσωτερική λογική που κατά τη γνώμη μας συνοψίζεται στην παρακάτω σειρά συλλογισμών: «η Περιβαλλοντική Επιστήμη συμβάλλει στον εμπλουτισμό των επιστημονικών γνώσεων των εκπαιδευτικών», κατά συνέπεια οφείλουμε να χαιρετήσουμε την τάση που τείνει να εισάγει την περιβαλλοντική συνιστώσα στη διδασκαλία των φυσικών επιστημών, η οποία σε συνδυασμό με την διεπιστημονικότητα της εκπαίδευσης στις Περιβαλλοντικές Επιστήμες και τη νεότερη τάση για «πολιτικοποίηση» των Φυσικών Επιστημών θα συντελέσει στη δημιουργία κριτικών πολιτών. Συνεπείς με το σκεπτικό αυτό οι συγγραφείς καταρτίσανε ένα σχέδιο μαθημάτων εργαστηριακής προσέγγισης των περιβαλλοντικών επιστημών όπου οι φοιτήτριές/ες τους εξοικειώνονται με θέματα μετρήσεων διαφόρων ρύπων.
Παρόλα αυτά οφείλουμε να διατυπώσουμε κάποιες ενστάσεις, μέσα από τη δική μας οπτική: πρώτον, το προτεινόμενο σχήμα διασύνδεσης φυσικών και κοινωνικών επιστημών, μέσα από το «μεταιχμιακό» προς τις δύο παραπάνω, πεδίο των περιβαλλοντικών επιστημών, όπως παρουσιάζεται, είναι ακόμη εξαιρετικά μειοψηφικό στην επιστημονική κοινότητα. Ο συνήθης τωρινός τρόπος με τον οποίο προσλαμβάνονται οι περιβαλλοντικές επιστήμες είναι ως μέρος των θετικών επιστημών, αφού κατά κύριο λόγο αυτές είναι η υδρολογία, η βιολογία, η λιμνολογία, η επιστήμη του εδάφους και της ατμόσφαιρας, η ζωολογία, η χημεία, η κλιματολογία, η ορυκτολογία, η γεωγραφία, η ωκεανογραφία, η μελέτη των οικοσυστημάτων κλπ. Μια εμπειρική αναζήτηση του όρου “environmental sciences” στο διαδίκτυο δείχνει ότι οι κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες - ακόμη και αυτή η ίδια η ΠΕ ως μέρος των ανθρωπιστικών επιστημών - είτε δεν εμφανίζονται καθόλου είτε αποτελούν ένα εξαιρετικά μικρό ποσοστό της θεματολογίας των σχετικών συνεδρίων, των προπτυχιακών και μεταπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών, των περιοδικών, των φόρουμ συζητήσεων κλπ στων οποίων τους τίτλους αναφέρονται οι περιβαλλοντικές επιστήμες.
Κατά δεύτερον θεωρούμε ότι (ίσως) μέσα στο άρθρο αυτό (και στην άποψη που εκφράζει) υποκρύπτεται μια αντίφαση: αφενός γίνεται η νύξη ότι «η γνώση που προσεγγίζεται στο επιστημονικό πεδίο των Περιβαλλοντικών Επιστημών προσφέρει αφενός το υπόβαθρο για υπεύθυνη στάση και συμπεριφορά και αφετέρου το ηθικό έρεισμα για την υποστήριξη σε ένα πιο βιοκεντρικό κοσμοείδωλο» (όπως αναφέρεται). Αν αυτή η δήλωση σημαίνει ότι η γνώση των περιβαλλοντικών επιστημών είναι εκείνος ο ικανός και αναγκαίος παράγοντας για την ανάπτυξη φιλοπεριβαλλοντικών αξιών και δράσης - γεγονός που παρεμπιπτόντως μπορεί να σημαίνει ότι είναι δυνατόν να υποκατασταθεί η Περιβαλλοντική Εκπαίδευση από τις περιβαλλοντικές επιστήμες, πράγμα που και πάλι οι συγγραφείςδεν το θεωρούν δυνατό, όπως γράφουν παρακάτω- ίσως είναι μια υπερπροσδοκία που δεν δικαιολογείται από την τρέχουσα εμπειρία και επί πλέον δεν είναι αποδείξιμη ακόμη. Eνα ισχυρό μέρος της βιβλιογραφίας μάλιστα τείνει να δείχνει το αντίθετο, αφού πολλές έρευνες πλέον αποδεικνύουν ότι η κατοχή γνώσης δεν σημαίνει αλλαγή στάσης και πολύ περισσότερο συμπεριφοράς! Αφετέρου όπως και οι ίδιοι οι συγγραφείς τονίζουν «οι Περιβαλλοντικές Επιστήμες περικλείουν πολλούς από [τους στόχους της ΠΕ] με έμφαση στη συναίσθηση και τη γνώση (έμφαση δική μας). Θεωρούμε ότι ένα ειδικά σχεδιασμένο μάθημα Περιβαλλοντικής Επιστήμης είναι σε θέση να επιτύχει εξίσου καλά τους περισσότερους (έμφαση δική μας) στόχους της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης χωρίς όμως να μπορεί να την υποκαταστήσει». Επομένως αποδέχονται ότι υπάρχουν κάποιοι στόχοι της ΠΕ που δεν ικανοποιούνται (ηθική, δεξιότητες και δράση, μπορούμε να εικάσουμε συμπεραίνοντας από το άρθρο) από τις περιβαλλοντικές επιστήμες. Τους στόχους αυτούς τους επισημαίνουν και οι ίδιοι: πρώτον γράφοντας ότι «η Περιβαλλοντική Επιστήμη αποτελεί ένα διεπιστημονικό αντικείμενο που φιλοδοξεί (έμφαση δική μας, σημαίνει ότι δεν έχει συμβεί ακόμη) να συνθέσει τον ορθολογισμό των Φυσικών Επιστημών με την κοινωνική ευαισθησία και το αξιακό φορτίο της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης». Δεύτερον ιδρύοντας ένα δεύτερο μάθημα, την Περιβαλλοντική Εκπαίδευση (και πολύ σωστά πράττουν!), ενέργεια με την οποία όμως εμμέσως γίνεται αποδεκτό πιθανότατα ότι το παιδαγωγικο-μεθοδολογικό στοιχείο της, η μελέτη των διαφορετικών αξιών και συμφερόντων από τα οποία εμφορούνται και χαρακτηρίζονται οι διαφορετικές κοινωνικές ομάδες και το προσανατολισμένο στην αλλαγή συμπεριφοράς συστατικό της, δεν καλύπτεται από τις περιβαλλοντικές επιστήμες.
Με άλλα λόγια, ίσως και ελαφρώς σχηματοποιώντας αυτούς τους συλλογισμούς, αλλά όχι αλλοιώνοντας και το νόημά τους, τείνουμε να συνοψίσουμε την αντίφαση που διαβλέπουμε ως εξής: αφενός θεωρείται ότι η γνώση των περιβαλλοντικών επιστημών οδηγεί και καταλήγει σε φιλο-περιβαλλοντικές αξίες και στην ομόλογη δράση, παράγοντες όμως που αποτελούν την καρδιά της στόχευσης της ΠΕ και άρα - αν δεχτούμε το συλλογισμό αυτό- την «παροπλίζουμε», αφετέρου δεχόμαστε ότι οι περιβαλλοντικές επιστήμες δεν ικανοποιούν κάποιους από τους στόχους της ΠΕ - μέσα στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και η καλλιέργεια των αξιών και η δράση - και επομένως θεωρείται αναγκαία η ΠΕ .
Κατά συνέπεια (ίσως προσωρινά και μέχρι να πειστούμε) διαφωνούμε με τη δήλωση ότι «περιβαλλοντική επιστήμη και περιβαλλοντική εκπαίδευση έχουν κοινούς στόχους και κοινό όραμα για έναν καλύτερο κόσμο αλλά τα εκπαιδευτικά μέσα που χρησιμοποιούν είναι διαφορετικά». Θεωρούμε ότι οι στόχοι της πρώτης είναι ένα υποσύνολο των στόχων της δεύτερης, το – τεχνοκρατικό κατά τεκμήριο - όραμα των επιστημόνων των περιβαλλοντικών επιστημών, συνήθως δεν συμπεριλαμβάνει κοινωνικές συνιστώσες, ενώ δεν υπάρχει καμιά εγγενής τελεολογία που να υποχρεώνει τα αντίστοιχα ερευνητικά δεδομένα των περιβαλλοντικών επιστημών να συνηγορήσουν αυτομάτως υπέρ ή κατά της καλής ποιότητας του περιβάλλοντος[iv]. Επομένως, δεν είναι καθόλου μα καθόλου εύκολο να πειστούμε ότι «οι Περιβαλλοντικές Επιστήμες αποτελούν μια σημαντική δεξαμενή γνώσης, μια ισορροπημένη εκπαιδευτική παρέμβαση που αποφεύγει τον διακηρυκτικό λόγο και μπορεί να πείσει για την αναγκαιότητα προσωπικών παρεμβάσεων, θεσμικών ρήξεων και κοινωνικών αλλαγών με επιστημονικά επιχειρήματα». Με άλλα λόγια, τα τόσα ή περισσότερα μg του τάδε ή δείνα ρύπου του νέφους, δεν υποχρεώνουν καμιά κυβέρνηση να πάρει ή να μην πάρει μέτρα. Αυτό εξαρτάται από το αξιακό καθεστώς που επικρατεί αφενός στον κύκλο των αντίστοιχων κρατικών λειτουργών και αφετέρου στην κοινωνία των πολιτών με τις ομόλογες ευαισθησίες.
Ένα μέτρο αυτής της διαφορετικής στόχευσης ανάμεσα στις περιβαλλοντικές επιστήμες και στην ΠΕ, μπορεί να είναι πχ η στάση απέναντι στην «ομαδοσυνεργατική μέθοδο» που πολύ σωστά οι συγγραφείς εφαρμόζουν στο μάθημα της περιβαλλοντικής επιστήμης που ίδρυσαν, αλλά που είναι συνήθως άγνωστη, ακατανόητη, ενώ καμιά φορά γίνεται και αντικείμενο χλευασμού από τους με θετική κατεύθυνση συναδέλφους μας (έχουμε προσωπική εμπειρία πάνω σ’ αυτό) ή τέλος αντιπαθής.
Ένα τελικό δεδομένο που σχετίζεται με την επιστημολογική διαφορετικότητα περιβαλλοντικών επιστημών και ΠΕ είναι το εξής: χωρίς να έχουμε κάνει κάποια σχετική εμπειρική έρευνα, αλλά απλά βασιζόμενοι στην καθημερινή μας εμπειρία από την επαφή που έχουμε προσωπικά με το περιβάλλον των θετικής κατεύθυνσης επιστημόνων, μπορούμε να ισχυριστούμε ό,τι: τις περισσότερες φορές δεν τους είναι εύκολο να διακρίνουν ανάμεσα στο αντικείμενό τους και στον τρόπο διδασκαλίας του ίδιου αντικειμένου (πράγμα για το οποίο σπεύδω να δηλώσω ότι οι συγγραφείς του παραπάνω άρθρου έχουν αυτή τη συνείδηση) και διαχειρίζονται το θέμα με αρμόζοντα τρόπο, σημάδι του οποίου είναι και το μάθημά τους για την ΠΕ. Εκτός από εμπειρικά παραδείγματα που θα μπορούσαμε να επικαλεστούμε παραθέτουμε τη μαρτυρία ενός καταξιωμένου εργάτη του χώρου μας που εργαζόμενος σε τμήμα περιβαλλοντικών επιστημών και προτείνοντας ως καινούργιο επιστημονικό αντικείμενο την ΠΕ, εισέπραξε την απάντηση: καλά, εμείς τι δουλειά κάνουμε εδώ; Παρακαλούμε να μην εκληφθούν τα σχόλια αυτά ως προσπάθεια υποβάθμισης του κύρους των αντίστοιχων αγαπητών συναδέλφων επιστημόνων - πολύ περισσότερο αφού κάποιοι από αυτούς/ές θεραπεύουν τις θετικές επιστήμες - αλλά ως μια προσπάθεια επιστημολογικής οριοθέτησης των αντικειμένων που συζητάμε.
Θεωρούμε ότι η προβληματική αυτή καλό θα είναι να μελετηθεί περαιτέρω αφού αγγίζει και σχετίζεται άμεσα με την επιστημολογική ταυτότητα της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης. Χωρίς να γινόμαστε σχολαστικοί θα προτείναμε μια πιο ξεκάθαρη διάκριση των πεδίων της περιβαλλοντικής επιστήμης και της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης, έτσι ώστε να γίνει διακριτή η μέχρις ορισμένου σημείου διαφορετική στοχοθεσία τους. Πιθανώς μάλιστα μια καλή αφετηρία για το εγχείρημα αυτό θα ήταν η περαιτέρω επεξεργασία (ίσως όχι μόνο από τους/τις συγγραφείς) της διαπίστωσης που κάνουν ότι «η περιβαλλοντική επιστήμη δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ΠΕ». Αυτό θα βοηθούσε τόσο τους/τις νεαρούς/ες ερευνητές/τριες στην περαιτέρω παραγωγή θεωρίας αλλά και των αντίστοιχων πρακτικών, όσο και τους εκπαιδευτικούς που εκπονούν προγράμματα, ώστε να αποκτήσουν μεγαλύτερη αυτοσυνείδηση σχετικά με τους στόχους που θέτουν αλλά και τις πρακτικές που εφαρμόζουν. Δεν είναι ασυνήθιστο, κάποιοι/ες από τους/τις εκπαιδευτικούς αυτούς να εργάζονται αποκλειστικά στο πεδίο της περιβαλλοντικής επιστήμης (σύμφωνα με τη δική μας οριοθέτηση) αλλά να θεωρούν ότι τα προγράμματα που υλοποιούν εντάσσονται στο πεδίο της ΠΕ.
Εν πάση περιπτώσει το επιστημολογικό αυτό θέμα είναι πολύ σοβαρό και οφείλουμε να το επεξεργαστούμε περισσότερο. Ελπίζουμε όμως ότι κάνοντας μια προσπάθεια για εποικοδομητική κριτική σε άρθρα – κείμενα που αφορούν τη σχέση Π.Ε και Φ.Ε, συνεισφέρουμε σε ένα διάλογο που φαίνεται να έχει ανοίξει και άρα στη συνακόλουθη επιστημονική δραστηριότητα, πράγμα που θεωρούμε ότι είναι και το επιθυμητό, καθώς το τελευταίο πράγμα που μας ενδιαφέρει είναι να ανοίξουμε κάποιου τύπου «αντιπαράθεση» για τα θέματα αυτά, που να ακυρώσει το γόνιμο κριτικό κλίμα.
Απλά κρίνοντας προσπαθήσαμε να εκθέσουμε τη «δική μας» διαφορετική επιστημολογική σχολή όπως το δηλώνουμε άλλωστε και στην αρχή του δικού μας κειμένου χωρίς να αποπειραθούμε να μπούμε στη λογική «σωστό η λάθος» αλλά προσπαθώντας να διαλεχτούμε με τα κείμενα των συγγραφέων στα οποία αναφερθήκαμε και χωρίς την αξίωση της άκριτης αποδοχής της δικής μας οπτικής, αλλά από την ανάγκη αποσαφήνισης αντιφάσεων που όλοι αντιλαμβανόμαστε να υπάρχουν στο χώρο της Περιβαλλοντική Εκπαίδευσης
[i] Γεωργόπουλος, Α (2013) Η κρίση ως αφορμή μετασχηματισμού του Πολιτιστικού Παραδείγματος: Η συμβολή της ΠΕ. για την Περιβαλλοντική Εκπαίδευση, τεύχος 2 (47) http://www.peekpemagazine.gr/articles
[ii] Δες την τελευταία τέτοια προκήρυξη στις 2-10-2012 με αριθμό πρωτοκόλλου 602/11/25284.
[iii] Ε. Φλογαΐτη, Α. Γεωργόπουλος (επιμ.) (2012) Περιβαλλοντική εκπαίδευση. Ερευνητικές εργασίες στην Ελλάδα. , Αθήνα: Πεδίο, σελ. 19-21.
[iv] Πολύ περισσότερο τεκμηριωμένα επιχειρήματα για το θέμα της διάκρισης περιβαλλοντικών και φυσικών επιστημών από την ΠΕ, περιλαμβάνονται στο βιβλίο Γεωργόπουλος, Α. (2014) ΠΕ: ζητήματα ταυτότητας, που πρόκειται να εκδοθεί μέχρι το καλοκαίρι από τις εκδόσεις Gutenberg.
Οι συγγραφείς
Ο Αλέξανδρος Γεωργόπουλος (ageorgop[at]nured.auth.gr) είναι καθηγητής Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης του Τμήματος Επιστημών Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Είναι απόφοιτος του Χημικού Τμήματος της Φυσικομαθηματικής Σχολής του Α.Π.Θ. και κάτοχος Διδακτορικού Διπλώματος από το Πανεπιστήμιου του Μάντσεστερ (1981). Από το 1985 διδάσκει στο Τμήμα Επιστημών Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης. Μεταξύ 1987-1990 δίδαξε και στο Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Έχει γράψει τρία βιβλία: [Περιβαλλοντική Εκπαίδευση (1993), σε συνεργασία με την Ε. Τσαλίκη, Γη ένας μικρός και εύθραυστος πλανήτης (1996), Περιβαλλοντική Ηθική (2002), όλα εκδόσεις Gutenberg και επιμελήθηκε ένα τέταρτο Περιβαλλοντική Εκπαίδευση: Ο νέος Πολιτισμός που αναδύεται…(2005) Gutenberg], ενώ άρθρα του έχουν δημοσιευτεί σε ελληνικά και ξενόγλωσσα περιοδικά. Είναι ιδρυτικό μέλος της ΠΕΕΚΠΕ, από τα παλαιότερα μέλη της Οικολογικής Κίνησης Θεσσαλονίκης και μέλος πολλών περιβαλλοντικών οργανώσεων.
Η Βασιλική Ιππέκη (vippeki[at]nured.auth.gr) είναι εκπαιδευτικός, Υπεύθυνη Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης ΠΕ Δυτικής Θεσσαλονίκης και υποψήφια διδάκτωρ του Τμήματος Επιστημών Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Είναι απόφοιτος του Παιδαγωγικού Τμήματος Νηπιαγωγών της Παιδαγωγικής Σχολής του Α.Π.Θ. και κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος στην Π.Ε. του Τμήματος Επιστημών Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης (Τ.Ε.Π.Α.Ε.) του Α.Π.Θ.. Από το 1994 εργάζεται στην Ιδιωτική και από το 1999 στη Δημόσια Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση.