Η βιοενέργεια και τα βιοκαύσιμα και ο ρόλος τους στην περιβαλλοντική βιωσιμότητα και την ώθηση της βιοοικονομίας
Περίληψη
Σε παγκόσμια κλίμακα κυριαρχεί η τάση για την μετάβαση από ένα μοντέλο οικονομίας η οποία βασίζεται στον ορυκτό πλούτο σε ένα βιώσιμο βιοοικονομικό μοντέλο είναι απόλυτα συμβατό με μια κυκλική οικονομία που αξιοποιεί ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Οι ΗΠΑ και η Βραζιλία που συνδέονται με ενεργειακές εμπορικές σχέσεις είναι οι πρωτοπόροι στον τομέα της βιοενέργειας ενώ μεγάλη δυναμική στον τομέα αυτό παρουσιάζει και η Ελλάδα. Ένα μεγάλο στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί είναι η εξεύρεση μιας χρυσής τομής ανάμεσα στην κοινωνικοποικονομική και την περιβαλλοντική βιωσιμότητα. Οι επόμενες παράγραφοι αναλύουν τη βιοοικονομία σε σχέση με την χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, τα δάση της Ευρώπης ως μία πολύτιμη πηγή βιομάζας και την Ευρωπαική στρατηγική για την βιοοικονομία, την ανάπτυξη αυτοτροφοδοτούμενων τοπικών οικονομιών στη χώρα μας αλλά και περιβαλλοντικές και κοινωνικοοικονομικές ανησυχίες που εγείρει η παραγωγή βιοκαυσίμων στην Αμερικανική ήπειρο που πρωτοπορεί στον τομέα της βιοενέργειας.
Λέξεις κλειδιά: αειφόρος ανάπτυξη, περιβαλλοντική βιωσιμότητα, βιοοικονομία
I. Εισαγωγικά στοιχεία
H βιοοικονομία είναι ένα είδος βιο-βασιζόμενης οικονομίας που χρησιμοποιεί ανανεώσιμες βιολογικές πηγές από την γη και την θάλασσα όπως και λήμματα για την παραγωγή τροφής, ενέργειας και βιομηχανικών αγαθών. Εστιάζει κυρίως στην δημιουργία μίας πολιτικής συνοχής στην έρευνα, την καινοτομία, την αγροτική ανάπτυξη και ανάπτυξη της υπαίθρου, την βιομηχανία, το περιβάλλον και τον τομέα της ενέργειας. Ανάμεσα στους στόχους της βιοοικονομίας είναι η εξασφάλιση της ασφάλειας των τροφίμων, η διαχείριση με βιώσιμο τρόπο των φυσικών πόρων, η μείωση της εξάρτησης από μη ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η καταπολέμηση αλλά και προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή καθώς και η προώθηση της ανταγωνιστικότητας στην Ευρώπη και η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Την βιοοικονομία αφορά η γεωργία, τα δάση, η αλιεία, η παραγωγή χαρτιού και τροφίμων, ο ενεργειακός τομέας, η βιομηχανία χημικών και η βιομηχανία της βιοτεχνολογίας.
Η τεχνολογία του ανασυνδυασμένου DNA (recombinant DNA) με εφαρμογές στον αγροδιατροφικό και τον ιατροφαρμακευτικό (διάγνωση ή/και θεραπεία) κλάδο αφορούσε το 2016 μία παγκόσμια αγορά μεγέθους 497.7 δισεκατομμύρια δολάρια. Την δεκαετία 1996-2016 καταγράφτηκε μία παγκόσμια αύξηση των φυτειών γενετικά τροποποιημένων φυτών από 1.7 εκατομμύρια σε 185.1 εκατομμύρια εκτάρια, με τις 5 πρώτες χώρες καλλιέργειας γενετικά τροποποιημένων φυτών να είναι οι ΗΠΑ, η Βραζιλία, η Αργεντινή, ο Καναδάς και η Ινδία. Οι κύριες γενετικά τροποποιημένες φυτείες είναι η σόγια, το καλαμπόκι, το βαμβάκι και η κανόλα (ποικιλία ελαιοκράμβης).
Στην ΕΕ των 28 oι λεγόμενοι «βιο-βασιζόμενοι τομείς» της οικονομίας, συμπεριλαμβανομένης της βιομηχανίας τροφίμων και της αγροδιατροφικής βιομηχανίας έχουν ένα τζίρο της τάξης των δύο τρισεκατομμυρίων με την νότια Ευρώπη να συνεισφέρει κατά 40%. Οι Ευρωπαϊκές χώρες του νότου βρίσκονται μεταξύ των τριών κύριων συνεισφορέων στην πρωτογενή παραγωγή (αλιεία, ιχθυοκαλλιέργειες και γεωργία), στον κατασκευαστικό τομέα (βιολογικά υφάσματα, χαρτί και προϊόντα ξύλου) και την ενέργεια (βιοηλεκτρισμός και βιοκαύσιμα). Στο μερίδιο της ΕΕ στην βιοοικονομία, η Γαλλία, η Ισπανία και η Ιταλία κατέχουν ένα ποσοστό 15%, 9% και 13%, αντίστοιχα [1]. Σε παγκόσμιο επίπεδο δύο χώρες που όπου εδρεύουν πολυάριθμες και μεγάλες βιοτεχνολογικές εταιρίες είναι οι ΗΠΑ και η Γαλλία. Ανάμεσα στις πιο γνωστές βιοτεχνολογικές εταιρίες στη Γαλλία (ιατροφαρμακευτικός κλάδος) είναι η DNA Script που αναπτύσσει νέα μεθοδολογία σύνθεσης ολιγονουκλεοτιδίων (DNA oligos) για εργαστηριακή χρήση, η Νanobiotix η οποία σχεδιάζει νανοσωματίδια για την ενίσχυση των αντικαρκινικών ραδιοθεραπευτικών αποτελεσμάτων, η Cellectis που εξειδικεύεται στον σχεδιασμό ανοσοθεραπείας, η DBV Technologies που αναπτύσσει αντιαλλεργικές θεραπείες και ήταν η πρώτη Γαλλική εταιρία βιοτεχνολογίας που εισήχθη στο NASDAQ καθώς και ο Αμερικανικός γίγαντας της γεωργικής βιοτεχνολογίας, η Monsanto. Δυστυχώς στην Ελλάδα ενώ υπάρχουν τόσο προπτυχιακά όσο και μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών Βιοτεχνολογίας στα Ελληνικά ΑΕΙ, δεν υπάρχει ανεπτυγμένη η βιοτεχνολογική βιομηχανία με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την έλλειψη θέσεων εργασίας για βιοτεχνολόγους οι οποίοι σε άλλες χώρες παγκοσμίως έχουν συγκαταλεχθεί στους πλέον καλά αμειβόμενους και ευτυχείς εργαζόμενους επιστήμονες [2]. Συνεπώς, οι παρακάτω παράγραφοι εστιάζουν στον κλάδο της βιοοικονομίας που σχετίζεται με την παραγωγή ενέργειας και βιοκαυσίμων ο οποίος αφορά και την χώρα μας παρά με τον αγροδιατροφικό και ιατροφαρμακευτικό κλάδο της βιοτεχνολογικής βιομηχανίας και εν γένει της βιοοικονομίας.
II. Η βιοοικονομία στην προώθηση της χρήσης ενέργειας προερχόμενης από ανανεώσιμες πηγές
H οικονομία που βασίζεται στον ορυκτό πλούτο (fossil economy) και εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από μη ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αναμένεται να δώσει την θέση της στην βιοοικονομία. Οι προσεγγίσεις της βιοοικονομίας οι αρχές της οποίας μπορούν να εφαρμοστούν παγκοσμίως σε Βορρά και Νότο θα πρέπει να προσαρμοστούν ευρέως ανάλογα τις κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες αλλά και την οικονομική ανάπτυξη κάθε χώρας. Είναι ωστόσο κρίσιμο το γεγονός ότι ένα βιώσιμο βιοοικονομικό μοντέλο είναι απόλυτα συμβατό με μια κυκλική οικονομία που αποσκοπεί στην βέλτιστη διατίμηση της βιομάζας σε όλες της τις χρήσεις με την ελάχιστη δυνατή παραγωγή παραπροϊόντων [3].
Ενώ η παραδοχή αναγκαιότητας της επέκτασης της βιοοικονομίας είναι ευρεία, δεν υπάρχει σύγκλιση αναφορικά με τις οδούς που θα οδηγήσουν σε κάτι τέτοιο. Έτσι, ιδιαίτερη προσοχή θα έπρεπε να δοθεί στις τακτικές με τις οποίες θα επιτευχθεί μια επέκταση της βιοοικονομίας και τις πολιτικές προώθησης των συμφερόντων αναδυόμενων οικονομιών που συγκεντρώνουν τους πόρους βιομάζας. O ρόλος των υγρών βιοκαυσίμων και των βιοκαυσίμων στερεάς φάσης όπως και ο πιθανός ανταγωνισμός για την παραγωγή τροφίμων αποτέλεσε αξιοσημείωτη αιτία διενέξεων. Το ζήτημα τoυ πιθανού ανταγωνισμού στην παραγωγή τροφίμων δεν απασχολεί σχεδόν καθόλου τις χώρες του αναπτυσσόμενου Νότου με την διαμάχη να λαμβάνει χώρα κυρίως στον Βορρά.
Mία πρόκληση που έχουν να αντιμετωπίσουν ορισμένες αναπτυσσόμενες χώρες που σχετίζεται εν γένει με τα αναπτυξιακά μονοπάτια που ακολουθούν και σε μικρότερο βαθμό με τα βιοκαύσιμα ή τον ενεργειακό τομέα είναι η εξεύρεση τρόπου επωφελούς εξισορρόπησης ανάμεσα στις βιομηχανικές καλλιέργειες και τις καλλιέργειες στα πλαίσια οικονομίας συντήρησης, ενός αχρήματου δηλαδή μοντέλου κατανάλωσης βασικών αγαθών, καθώς και η εξεύρεση υβριδικών μοντέλων. Σε κάποιες αναπτυσσόμενες χώρες η καλλιέργεια τροφίμων είναι τόσο πλεονασματική ώστε αυτά να χρησιμοποιούνται για βιοκαύσιμα ή ακόμα για μη διατροφικούς σκοπούς. Ειδάλλως, οι καλλιέργειες αχρηστεύονται παρά έχουν την ευκαιρία να έχουν έναν υποστηρικτικό ρόλο στην ανάπτυξη της υπαίθρου και ως μέσα διαβίωσης [4]. Παρόλο που η βιοοικονομία αναμένεται να είναι περισσότερο «αμερόληπτη» από την οικονομία που βασίζεται στον ορυκτό πλούτο δεν μπορεί κανείς να εγγυηθεί ότι οι βιολογικοί πόροι δεν θα μονοπωληθούν όπως συνέβη και με τους ορυκτούς πόρους. Συνεπώς, η πρόοδος στην βιομηχανική βιοτεχνολογία ενώ είναι κρίσιμη για την μετάβαση σε ένα βιώσιμο βιοοικονομικό μοντέλο δεν αρκεί. Εξίσου κρίσιμα στοιχεία είναι α) η περιβαλλοντική βιωσιμότητα και βιωσιμότητα των πόρων. Η δε περιβαλλοντική βιωσιμότητα είναι στενά συνδεδεμένη με την αειφόρο ανάπτυξη ώστε η οικονομική κρίση να μην μετατραπεί σε οικολογική και το ανάστροφο, η οικολογική κρίση να μην επιτείνει την οικονομική. Η αειφόρος ανάπτυξη επιτρέπει την αδιάλειπτη αναπτυξιακή πορεία και την παράλληλη βιωσιμότητα του οικοσυστήματος ad infinitum μέσω μιας πολιτικής βασιζόμενης σε ένα μοντέλο αειφόρου παραγωγής, κατανάλωσης και εν τέλει τρόπου ζωής και β) η κοινωνικοοικονομική βιωσιμότητα συναρτήσει της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας. H βιομηχανική και η αγροτική πτυχή της βιοοικονομίας πρέπει να αναπτυχθούν συγχρονισμένα ενώ κρίσιμος είναι και ο οικονομικός εξορθολογισμός αφού η βιοοικονομία υφίσταται εξαιρετικά μεγάλη πίεση από τις χαμηλές τιμές του πετρελαίου.
Στο Ελληνικό Συνταγματικό κείμενο για πρώτη φορά εισήχθη η αρχή της αειφορίας με την αναθεώρηση του 2001 [άρ.24 παρ. 1: Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξή του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας]. Όμως πολύ πριν την ένταξη της αρχής αυτής στο Σύνταγμα το ΣτΕ την αναγνώρισε και την χρησιμοποίησε ήδη από την υπόθεση της εκτροπής του Αχελώου (ΣτΕ 2670/94). Η αρχή της αειφορίας αφορά την ορθολογική ανθρώπινη παρέμβαση στο περιβάλλον με σκοπό την διασφάλιση της ποιότητάς του για τις μελλοντικές γενιές.
Η βιοενέργεια καθώς και οι περισσότερες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας χαρακτηρίζονται ως «υψηλής έντασης εκμετάλλευσης γης» (land-intensive) παρά υψηλής έντασης κεφαλαίου (capital-intensive). Συνεπώς, ένα κρίσιμο σημείο είναι η εκπομπή αερίων θερμοκηπίου που σχετίζεται με την λιγότερο ή περισσότερο άμεση αλλαγή στην χρήση γης που αναπόφευκτα συμβαίνει κατά την εντατική εκμετάλλευσή της [5]. Είναι γνωστό για παράδειγμα πως όπου η πρόσβαση σε υδάτινους πόρους είναι εύκολη εκεί δημιουργούνται ευνοϊκές συνθήκες για την επέκταση των γεωργικών εκτάσεων όπως συνέβη στην Ελλάδα με την μετατροπή των θαμνωδών εκτάσεων στην Τριχωνίδα σε αγροτικές ενώ επέκταση της δόμησης και εντατικοποίηση των τουριστικών δραστηριοτήτων παρατηρείται σε ορεινές περιοχές και παράλια της χώρας όπως η Κασσάνδρα Χαλκιδικής, ο Υμηττός και το Λιβάδι Παρνασσού. Είναι αξιοσημείωτο ότι η WWF Ελλάς σε συνεργασία με την επιστημονική κοινότητα έχει συγκεντρωτικά προβεί σε μια χαρτογράφηση της κάλυψης γης στην χώρα μας και των τάσεων αλλαγής που επικρατούν για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα. Τα αποτελέσματα του έργου να παρουσιάζονται στον τόμο «Η Ελλάδα τότε και τώρα: Διαχρονική Χαρτογράφηση των καλύψεων γης, 1987-2007» και έχουν αναρτηθεί στην ιστοσελίδα του Οικοσκοπίου. Η πολλαπλότητα των διαθέσιμων προϊόντων και υπηρεσιών συμβάλλει σε μια διαρκή μείωση στις αλλαγές χρήσης γης και έτσι των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Η βιοενέργεια και η βιομάζα θα πρέπει να εξετάζονται συναρτήσει της βιοοικονομίας και των διαφορετικών χρήσεων της βιομάζας. Η περισσότερο αποδοτική και αποτελεσματική χρήση της βιομάζας αποτελεί ξεκάθαρα έναν μακροπρόθεσμο στόχο καθώς μόνο ένα ελαφρώς υψηλότερο ποσοστό του 1% αξιοποιείται για την παραγωγή υγρών βιοκαυσίμων με την περισσότερη βιομάζα να χρησιμοποιείται παγκοσμίως ως ζωοτροφή [6]. Ο τρόπος αυτός χρήσης της βιομάζας είναι δυσανάλογος και καθιστά αναγκαία μια περισσότερο ισορροπημένη προσέγγιση ώστε να είναι βιώσιμη η βιοοικονομία και οι ανταποδώσεις από την αξιοποίηση της βιομάζας να επαρκούν για επανεπενδύσεις κεφαλαίων σε έργα περιβαλλοντικών βελτιώσεων και στην αποκατάσταση των οικολογικών αλλοιώσεων (αποψίλωση των δασών, μείωση των επιπέδων της βιοποικιλότητας κτλ.) που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα κυρίως με την μεταφορά, την επεξεργασία αλλά και την χρήση της στεράς βιομάζας και των βιοκαυσίμων.
Σύμφωνα με την κοινοτική οδηγία 2009/28/EC για την προώθηση της χρήσης ενέργειας προερχόμενης από ανανεώσιμες πηγές, καθορίστηκαν δεσμευτικοί εθνικοί στόχοι που ανέρχονται στο 20 % ως μερίδιο ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και το 10 % ως μερίδιο συμμετοχής των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην κοινοτική κατανάλωση ενέργειας στις μεταφορές έως το 2020 [7]. Ο καθορισμός αυτός των δεσμευτικών στόχων για τις χώρες της ΕΕ σκοπεύει στη διαμόρφωση ενός επενδυτικού κλίματος ασφάλειας και στην παρότρυνση της συνεχούς ανάπτυξης της τεχνολογίας παραγωγής ενέργειας από όλες τις μορφές ανανεώσιμων πηγών. Με βάση την ετήσια έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής του 2017 για την πρόοδο της ανανεώσιμης ενέργειας, η ΕΕ στο σύνολό της πέτυχε ένα ποσοστό της τάξης του 16% στη διανομή ανανεώσιμης ενέργειας το 2014 και 16.4% το 2015. Ο τομέας μεταφορών πέτυχε 6% ως μερίδιο ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές το 2015 κι έτσι κάποιες χώρες θα πρέπει να εντατικοποιήσουν τις προσπάθειές τους ώστε να φτάσουν τον στόχο του 10% ως μερίδιο συμμετοχής της κοινοτικής κατανάλωσης στις μεταφορές έως το 2020. Στα πλαίσια της ευθυγράμμισης της εθνικής μας ενεργειακής πολιτικής με την αντίστοιχη κοινοτική πολιτική τον Ιούνιο του 2018 θεσπίστηκε η υποχρέωση για ανάμειξη της βενζίνης με βιοκαύσιμα από το 2019, συγκεκριμένα είτε με αυτούσια βιοαιθανόλη είτε με βιοαιθέρες οι οποίοι παράγονται από αλκοόλες βιολογικής προέλευσης. Σκοπός ήταν η προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στα πλαίσια της κοινοτική οδηγία 2009/28/EC.
Με ένα μερίδιο από ανανεώσιμες πηγές της τάξης του 18.1% το 2015, η ΕΕ σαν σύνολο βρίσκεται πάνω από την τροχιά των Εθνικών Σχεδίων Δράσης για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (National Renewable Energy Action Plans, NREAPs) όσον αφορά στην θέρμανση και ψύξη. Όπως απεικονίζεται και στην Εικόνα 1, η στερεά βιομάζα είναι εκείνη που συνεισφέρει στον μεγαλύτερο βαθμό (82%) στην παραγωγή θερμότητας από ανανεώσιμες πηγές (72 Mtoe). Αντίθετα, στον τομέα των μεταφορών επιτεύχθηκε ένα 6% ως μερίδιο ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές το 2015 όπως προαναφέρθηκε (Εικόνα 2). Αυτό απέχει αρκετά από το υποχρεωτικό ποσοστό του 10% στις μεταφορές με ένα από τα αίτια του φαινόμενου αυτού να είναι το υψηλό κόστος μετριασμού των αερίων του θερμοκηπίου. Η ανανεώσιμη ενέργεια στον τομέα αυτό προέρχεται στον μεγαλύτερο βαθμό από βιοκαύσιμα (88%) με τον ανανεώσιμο ηλεκτρισμό να παίζει μόνο έναν περιορισμένο ρόλο στον τομέα αυτό [8].
Εικόνα 1. Ανανεώσιμη θέρμανση και ψύξη στην EU-28 αναλόγως την πηγή εκφραζόμενη σε εκατομμύρια τόνους ισοδυνάμου πετρελαίου (Μillion tons of oil equivalent, Mtoe) για κάθε έτος. Πηγή: EUROSTAT, Öko-Institut.
Το βιοντίζελ είναι το βασικό βιοκαύσιμο που χρησιμοποιείται στην ΕΕ, αντιστοιχώντας στο 79% της συνολικής χρήσης βιοκαυσίμων για το 2015. Παρόλα αυτά το βιοντίζελ δεν έφτασε τις προσδοκώμενες τιμές από τα Εθνικά Σχέδια Δράσης το 2015 (10.9 Mtoe αντί για 14.4 Mtoe). Oι κύριες χώρες στην κατανάλωση βιοντίζελ είναι η Γαλλία, η Γερμανία και η Ιταλία. Η βιοιθανόλη, αμέσως μετά το βιοντίζελ, συνεισφέρει κατά 20% στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας του τομέα μεταφορών. Η χρήση της ωστόσο δεν έφτασε τα προσδοκώμενα επίπεδα στα Εθνικά Σχέδια Δράσης το 2015 (2.6 Mtoe αντί 4.9 Mtoe). Οι βασικοί καταναλωτές για το 2015 ήταν η Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία, η Ισπανία, η Σουηδία, η Πολωνία και η Ολλανδία [8].
Εικόνα 2. Η ανανεώσιμη ενέργεια στον τομέα της μεταφοράς στην EU-28 αναλόγως την πηγή, σε εκατομμύρια τόνους ισοδύναμου πετρελαίου (Μillion tons of oil equivalent, Mtoe). Το βιοκαύσιμο bio-ETBE είναι το παράγωγο της βιοαιθανόλης, ο αιθυλοτριτοβουτυλαιθέρας. Πηγή: EUROSTAT, Öko-Institut.
Η Βραζιλία κατέχει ηγετική θέση στον τομέα της βιοενέργειας και καταβάλλει προσπάθειες να επεκτείνει τη δράση της ως μέλος ενός παγκόσμιου δικτύου [9]. Ο ρόλος της ωστόσο φαίνεται να αφορά περισσότερο τις αναπτυσσόμενες χώρες παρά την ΕΕ και τις ΗΠΑ λόγω ακριβώς των ομοιοτήτων που παρουσιάζει με αυτές σε κοινωνικοοικονομικό επίπεδο [10]. Οι τροπικές και υποτροπικές περιοχές διαθέτουν έδαφος με ιδιαίτερα υψηλή απόδοση στις φυτείες ζαχαροκάλαμου και αυτό τους εγγυάται έναν κομβικό ρόλο στην βιοοικονομία. Η επιτυχής πορεία της Βραζιλίας στην βιοικονομία δεν χαρακτηρίζεται μόνο από την ενσωμάτωση της βιοαιθανόλης στο ενεργειακό σύστημα αλλά και άλλα προϊόντα συμπεριλαμβανομένων της ζάχαρης και του ηλεκτρισμού. Σε ορισμένες χώρες της Αφρικής έχει ενεργοποιηθεί το πρόγραμμα Bio-Innovate [11] και ένας από τους στόχους του είναι η σύνδεση ανάμεσα στην ανάπτυξη του αγροτικού τομέα με την βιομηχανική βιοτεχνολογία στην Αφρική. Είναι αξιοσημείωτο πως μόνο μια Αφρικανική χώρα η Μαλάουι έχει πλήρως ενσωματώσει τα βιοκαύσιμα στο ενεργειακό της σύστημα ενώ οι υπόλοιπες χώρες της Αφρικής βρίσκονται πίσω σε αυτόν τον τομέα αλλά και σε άλλους τομείς της βιοοικονομίας.
Υπάρχει μια ανισσόροπη αντιστοίχηση της ποσότητας ξύλου που χρησιμοποιείται ως καύσιμο (woodfuel) σε παγκόσμια κλίμακα με την παγκόσμια πρωτογενή ενέργεια: περισσότερη από την μισή ποσότητα ξύλου παρέχει περίπου το 9% της παγκόσμιας πρωτογενούς ενέργειας. Αυτό οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην εξάντληση των αποθεμάτων βιομάζας ξύλου, την εκτεταμένη αποψίλωση και επιταχύνει την κλιματική αλλαγή. Είναι χαρακτηριστικό και ανησυχητικό πως σχεδόν 275 εκατομμύρια ανθρώπων διαβιούν σε «hotspots» εξάντλησης των αποθεμάτων βιομάζας ξύλου ως καύσιμο και ο πληθυσμός αυτός συγκεντρώνεται στην Νότια Ασία και την Ανατολική Αφρική όπου και η αυξημένη απαίτηση ξύλου για αυτή τη χρήση δεν είναι βιώσιμη [12]. Η παραγωγή βιοενέργειας μέσω pellet, βιοαερίου όπως το βιομεθάνιο ή βιοαιθανόλης θα βοηθούσε κατά πολύ στη μετάβαση σε μία βιώσιμη μορφή βιοοικονομίας. Στην Ελλάδα, εκατομμύρια τόνοι αποβλήτων κάθε χρόνο παραμένουν αδιάθετα/αναξιοποίητα και η ανάπτυξη τεχνολογιών βιομάζας είναι μία εναλλακτική στη διαχείριση των αποβλήτων αυτών που θα μπορούσε να έχει μεγάλα οικονομικά και περιβαλλοντικά οφέλη (μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου). Έως σήμερα η προσέγγιση της διαχείρισης της βιοοικονομίας σε πολιτικό επίπεδο ήταν αυτή της κατάτμησης όσον αφορά τις διαφορετικές χρήσεις της βιομάζας σε κάθε τομέα ξεχωριστά όπως μεταφορές, γεωργία κτλ. Αυτή η βιοοικονομική πολιτική της κατάτμησης είχε σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία διαφορετικών κινήτρων για τους επενδυτές και διαφορική αντιμετώπιση των μικροπεριβάλλοντων απ’ όπου προέρχεται η ακατέργαστη πρώτη ύλη. Το ζητούμενο στο εγγύς μέλλον είναι μία συνολική προσέγγιση στην βιοοικονομία για όλους τους τομείς και τα μικροπεριβάλλοντα.
III. Η παραγωγή και κατανάλωση βιοαερίου στην οργάνωση αυτοτροφοδοτούμενων τοπικών οικονομιών: τα δεδομένα για την Ελλάδα
Διεθνείς συνθήκες όπως η Συμφωνία των Παρισίων το 2015 και παλαιότερα (1997) το Πρωτόκολλο του Κιότο έθεσαν ως στόχο τη χρήση βιοενέργειας. Είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικό πως η Ελλάδα βάσει των δεδομένων του 2017 καταλάμβανε την 13η θέση μεταξύ των Ευρωπαϊκών χωρών της Ευρώπης των 28 στην παραγωγή βιοαερίου. Σύμφωνα με την Eurostat μέσα στο διάστημα 2005-2014 σημειώθηκε υπερδιπλασιασμός της ακαθάριστης εγχώριας κατανάλωσης βιοαερίου, από 6% σε 15% στην ΕΕ-28. Το ISABEL (TrigerrIng SustainAble Biogass Energy Communities through SociaL Innovation, www.isabel-project.eu) αφορά ένα Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα με σκοπό την δημιουργία κατάλληλων συνθηκών νέων θέσεων απασχόλησης και την ανάπτυξη αυτοτροφοδοτούμενων τοπικών οικονομιών επί τη βάσει της αξιοποίησης βιοαερίου. Στόχος της ΕΕ είναι η ανάπτυξη τοπικών κοινοτήτων καινοτομίας στην παραγωγή και κατανάλωση βιοαερίου και η δημιουργία 600.000 νέων θέσεων εργασίας. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα στο Güssing της Αυστρίας όπου ήδη από την δεκαετία του 1990 κατορθώθηκε η δραστική μείωση των εκπομπών CO2 κατά 90% με την ενεργειακή αξιοποίηση του ξύλου σε φάση αποσύνθεσης σε δασικές περιοχές. Υπεύθυνοι για την προώθηση του έργου στη χώρα μας είναι οι εταιρίες Euroenergy Biogas West SA και Q-PLAN INTERNATIONAL LTD. Ο πρόεδρος μάλιστα της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Συνεταιρισμών των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (REScoop) που περιλαμβάνει περίπου 2.500 συνεταιρισμούς, Dirk Vansintjan, προέβλεψε ότι κυριολεκτικά η Ευρώπη έχει την δυνατότητα τροφοδότησης από τον ίδιο της το λαό [13].
Στην Ελλάδα υπάρχουν 19 μονάδες βιοαερίου συνολικής ισχύος ~50 MW σύμφωνα με δεδομένα της Ελληνικής Εταιρείας Ανάπτυξης Βιομάζας (ΕΛΕΑΒΙΟΜ, www.hellabiom.gr) και σχετίζονται κατά κύριο λόγο με κέντρα διαχείρισης κτηνοτροφικών αποβλήτων και ΧΥΤΑ. Σύμφωνα δε με δεδομένα της εταιρίας αυτής οι αιτήσεις και οι εκδόσεις άδειας νέων σταθμών ηλεκτρικής παραγωγής από βιομάζα αυξάνονται. Έχει εκτιμηθεί ότι οι ενεργειακές καλλιέργειες μαζί με δασικά και γεωργικά υπολείμματα συγκεντρώνουν ένα ενεργειακό ισοδύναμο ενός ποσοστού που ανέρχεται έως και στο 40% της συνολικής ποσότητας πετρελαίου που καταναλώνεται στην Ελλάδα σε ετήσια βάση.
Δεδομένα που απορρέουν από την έρευνα του ISABEL δείχνουν πως ακόμα και μικρές κοινότητες είναι δυνατόν να καταστούν αυτοτροφοδοτούμενες οργανώνοντας μονάδες παραγωγής ενέργειας που θα αξιοποιούν τα απόβλητά τους. Ειδικότερα για την Μακεδονία, μελέτες εταιριών του ISABEL όπως η Q-PLAN και η White Research, υποστηρίζουν την δυνατότητα ενός μεγάλου συνασπισμού αυτοτροφοδοτούμενων μικρών οικονομιών βάσει του βιοαερίου. Oι περισσότερες από 460 κτηνοτροφικές μονάδες της Δυτικής Θεσσαλονίκης σε λειτουργία το 2017 υπολογίστηκε από το ΚΑΠΕ (Κέντρο Ανανεώσιμων Πηγών και Εξοικονόμησης Ενέργειας) ότι παράγουν >480.000 τόνους αποβλήτων η αξιοποίηση των οποίων θα ήταν δυνατό να εξυπηρετήσει τις ανάγκες για ενέργεια 22.000 νοικοκυριών. Η τεράστια δυναμική της αγοράς βιοαερίου στη χώρα μας υπογραμμίστηκε κατά την Zootechnia 2017 που οργανώθηκε από το Γεωτεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας στα πλαίσια της ΔΕΘ και μάλιστα παρά την επιβραδυντική επίδραση της οικονομικής κρίσης στην αγορά του βιοαερίου [13].
IV. Τα δάση της Ευρώπης ως μία πολύτιμη πηγή ενεργειακά αξιοποιήσιμης βιομάζας
Τα περισσότερο άφθονα πολυμερή στη γη είναι τα κύρια συστατικά του ξύλου, η κυτταρίνη (35%–50%), οι ημικυτταρίνες (20%–35%) και η λιγνίνη (5%–30%). Από την λιγνοκυτταρινική βιομάζα είναι δυνατόν να αντικατασταθούν σε μεγάλο μέρος τα συνθετικά υφάσματα και τα βαμβακερά των οποίων η παραγωγή αφήνει μεγάλο «περιβαλλοντικό αποτύπωμα» (απαιτούμενο για άρδευση νερό, εντομοκτόνα κτλ.) με τις ίνες κυτταρίνης που ήδη το ποσοστό τους ανέρχεται στο 7% όλων των ινών και την παραγωγή συνθετικών βιο-υφασμάτων όπως το viscose το οποίο μπορεί να παραχθεί από λιγνοκυτταρινικά υλικά συμπεριλαμβανομένων του μπαμπού και αγροτικών υπολειμμάτων [1] αλλά και η ενέργεια και τα καύσιμα που παράγονται από τον ορυκτό πλούτο. Tα δέντρα του δάσους του γένους Eucalyptus και Populus (π.χ. η λεύκα) που μεγαλώνουν γρήγορα είναι μία υπολογίσιμη πηγή βιομάζας πλούσιας σε κυτταρίνη που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί στην παραγωγή βιοπολυμερών και βιοενέργειας. Βασική προϋπόθεση για την αξιοποίηση αυτή σε μεγάλη κλίμακα είναι μία μέθοδος αποτελεσματικής απομάκρυνσης της λιγνίνης και ακολούθως απελευθέρωσης των υδρογονανθράκων από τα κυτταρικά τοιχώματα του ξύλου [14]. Εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον με την αξιοποίηση της δασικής λιγνοκυτταρινικής βιομάζας στην παραγωγή ειδικά βιοενέργειας και βιοκαυσίμων παρουσιάζει και η αξιοποίηση των βιομηχανικών αποβλήτων που προκύπτουν από την επεξεργασία του ξύλου, της χαρτοβιομηχανίας: Κατά την παραγωγή του χαρτοπολτού όπου η λιγνίνη και οι ημικυτταρίνες διαχωρίζονται από την ίνα κυτταρίνης μέσω της διαδικασίας Kraft, χρησιμοποιείται από την χαρτοβιομηχανία ένα αλκαλικό διάλυμα υδροξειδίου του νατρίου (NaOH) και σουλφιδίου του νατρίου (Na2S), το λεγόμενο «λευκό λικέρ», το οποίο και σπάει τους χημικούς δεσμούς ανάμεσα στην λιγνίνη και την κυτταρίνη. Μετά το πέρας της διαδικασίας αυτής τα ιδιαίτερα τοξικά υγρά υπολείμματα που προκύπτουν ονομάζονται «μαύρο λικέρ» και η διαδικασία επεξεργασίας τους ώστε να διοχετευθούν με ασφάλεια πίσω στο περιβάλλον είναι εξαιρετικά κοστοβόρος. Η Δανική εταιρία Haldor Topsøe έχει αναπτύξει μία ολοκληρωμένη τεχνολογία για την μετατροπή του μαύρου λικέρ σε διμεθυλαιθέρα (DME) που ως «πράσινο καύσιμο» ήδη χρησιμοποιείται σε Σουηδικό πρόγραμμα για την κίνηση φορτηγών Volvo.
Στην περιοχή της Μεσογείου, τα δασικά προϊόντα που δεν βασίζονται στο ξύλο (Non-wood forest products, NWFP) όπως ο φελλός, η φορβή, τα μανιτάρια, οι τρούφες, τα κάστανα, τα μούρα, τα βελανίδια, το μέλι και η ρητίνη, φαρμακευτικά φυτά, μαζί με υπηρεσίες όπως η προστασία του εδάφους, η διαχείρηση των υδάτινων πόρων, η ενίσχυση της βιοποικιλότητας και η καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής συνεισφέρουν στην τοπική και εθνική οικονομία. Βάσει μελετών η μέση συνολική οικονομική αξία των δασών της Μεσογείου ανερχόταν με τιμές του 2001 στα 133 ευρώ ανά εκτάριο. Περίπου μόνο το 35% αυτής της αξίας μπορεί να αποδοθεί σε δασικά προϊόντα με βάση το ξύλο, 9% σε δασικά προϊόντα που δεν προέρχονται από το ξύλο και το υπόλοιπο αφορά την βόσκηση και τα οικοσυστήματα. Το 2016 η αξία των δασικών προϊόντων που δεν βασίζονται στο ξύλο στην νοτιοδυτική Ευρώπη εκτιμήθηκε στα 16.5 ευρώ ανά εκτάριο δασών. Είναι σημαντικό πως στην Ιταλία και την Ισπανία η αξία των δασικών προϊόντων που δεν βασίζονται στο ξύλο ανέρχεται σε ένα ποσοστό μεγαλύτερο του 20% της αξίας της ξυλείας [1].
Όπως δείχνει και η Εικόνα 3, η λιγνοκυτταρινική βιομάζα και συγκεκριμένα η δασική πρωτογενής και δευτερογενής βιομάζα αποτελούν τις σημαντικότερες πηγές βιομάζας που μη προερχόμενης από τρόφιμα (non-food biomass) στην νότια Ευρώπη. Ο αγροδιατροφικός τομέας και η γεωργία είναι κυρίαρχοι στην βιοοικονομία ενώ περισσότερο από το 50% της βιοοικονομίας στη νότια Ευρώπη που δεν βασίζεται στην τροφή προέρχεται από τα δάση και σχετιζόμενους με τα δάση τομείς. Συνεπώς υπάρχει μεν πληθώρα πηγών βιομάζας αλλά κατά κύριο λόγο η βιομάζα που αξιοποιείται προέρχεται είτε από ενεργειακές καλλιέργειες είτε από αγροτικά υπολείμματα.
Εικόνα 3. Η σχετική διαθεσιμότητα διαφορετικών τύπων βιομάζας. Τα καφετί χρώματα αναπαριστούν διαφορετικά είδη δασικής βιομάζας. Πηγή: S2Biom project.
Η νότια Ευρώπη διαθέτει την μεγαλύτερη ακτογραμμή στην Ευρώπη και τo θαλάσσιο περιβάλλον προσφέρει πολλές δυνατότητες για την βιοοικονομία. Mία από τις υδάτινες δραστηριότητες για την οποία υπάρχουν ευνοϊκές συνθήκες είναι οι ιχθυοκαλλιέργειες. Τόσο οι ιχθυοκαλλιέργειες όσο και τα συστήματα καλλιέργειας μικροαλγών που χρησιμοποιούν ως μέσο ανάπτυξης τα λήμματα με σκοπό την παραγωγή βιοκαυσίμων από την παραγόμενη βιομάζα είναι πολλά υποσχόμενες μέθοδοι καθώς η παραδοσιακή αλιεία φθίνει. Μόνο ένα μικρό μερίδιο της συνολικής βιομάζας (25kg κατά κεφαλή ετησίως στην Ισπανία που διαθέτει και τον μεγαλύτερο αλιευτικό στόλο στην ΕΕ) αφορά θαλάσσια βιομάζα, παρόλο που 5 από τους 7 αλιευτικούς στόλους της ΕΕ προέρχονται από χώρες του Ευρωπαϊκού νότου (Γαλλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία και Ελλάδα). Παρά τον μικρό της όγκο η βιομάζα ψαριών υποστηρίζει πολύ σημαντικούς διατροφικούς και τριτογενείς τομείς (τουρισμός, εστίαση κτλ). Καθώς όμως η μόλυνση στην Μεσόγειο είναι δυστυχώς συγκρίσιμη με την μόλυνση του Ειρηνικού Ωκεανού, η μείωση των θαλάσσιων ρύπων θα πρέπει να βρίσκεται στο επίκεντρο της βιοοικονομικής πολιτικής και πρωτοβουλιών των τοπικών κοινωνιών [1].
V. Ανησυχίες που εγείρονται από τα βιοκαύσιμα στην Αμερικανική ήπειρο
ΗΠΑ: παραγωγή βιοαιθανόλης
Οι ΗΠΑ εισάγουν πολύ περισσότερο από το 50% του ακατέργαστου πετρελαίου που καταναλώνουν με ετήσιο κόστος άνω των $70 δισεκατομμυρίων και εύλογο ζητούμενό τους είναι η χειραφέτησή τους από το εισαγόμενο πετρέλαιο. Έχει υπολογιστεί ότι η καλλιεργούμενη ποσότητα καλαμποκιού για την παραγωγή βιοαιθανόλης στις ΗΠΑ τριπλασιάστηκε την περίοδο 2001-2006 από 18 σε 55 εκατομμύρια τόνους.
Οι ΗΠΑ διαθέτουν 625.000 τετραγωνικά στρέμματα αγροτικών εδαφών. Το 2006 είχε υπολογιστεί ότι για την κάλυψη των αναγκών βιοκαυσίμων θα απαιτούνταν για παραγωγή βιοαιθανόλης από καλαμπόκι και βιοντίζελ από σόγια 1.4 και 8.8 εκατομμύριο τετραγωνικά μίλια καλλιέργειας, αντίστοιχα. Η εντατικοποιημένη καλλιέργεια αποκλειστικά καλαμποκιού και σόγιας που έγινε στις Μεσοδυτικές πολιτείες οδήγησε σε εγκατάλειψη της αμειψισποράς και αύξηση της μέσης διάβρωσης του εδάφους αλλά και αύξηση της ευπάθειας των καλλιεργειών καλαμποκιού σε παράσιτα. Αυτό μοιραία σχετίζεται με αυξημένη χρήση εντομοκτόνων και ζιζανιοκτόνων όπως η ατραζίνη που σχετίζεται με ανάπτυξη ενδοκρινολογικών διαταραχών και θηλυκοποίηση σε αμφίβια και άλλα σπονδυλωτά [15]. Τα μεγάλα ποσά αζωτούχων λιπασμάτων που απαιτεί η καλλιέργεια του καλαμποκιού οδηγούν σε μόλυνση με νιτρικά άλατα των επιφανειακών και υπόγειων νερών.
Βραζιλία: Καλλιέργεια ζαχαροκάλαμου για την παραγωγή βιοαιθανόλης
H μεγαλύτερη παγκοσμίως καλλιέργεια ζαχαροκάλαμου γίνεται στην Βραζιλία. Αυτή η καλλιέργεια που λαμβάνει χώρα ήδη από το 1975, οδηγεί στην παραγωγή του 60% της βιοαιθανόλης ανά τον κόσμο απαιτεί το 13% των εθνικά χρησιμοποιούμενων ζιζανιοκτόνων αλλά δυστυχώς όπως επιβεβαίωσαν στοιχεία του ερευνητικού ιδρύματος ΕΜΒRAPA προκαλούν μόλυνση σε υδροφόρους ορίζοντες όπως αυτός του Guarani στο Σάο Πάολο. Ανάμεσα στην Βραζιλία και τις ΗΠΑ που είναι και ο μεγαλύτερος εισαγωγέας της βιοαιθανόλης υπάρχει εμπορική συμφωνία η οποία όμως ανάγκασε τη Βραζιλία να προβεί σε επέκταση των καλλιεργούμενων εκτάσεων με ζαχαροκάλαμο, με αποτέλεσμα να υπολογίζεται ότι έως το 2030 η φυσική βλάστηση στην περιοχή Cerrado θα εξαφανιστεί. Οι Βραζιλιάνοι πολιτικοί φιλοδοξούν στο εγγύς μέλλον να αντικαταστήσουν το 10% της χρήσης βενζίνης σε παγκόσμια κλίμακα με επέκταση της ενεργειακής καλλιέργειας ζαχαροκάλαμου. Έχουν εκφραστεί φόβοι ότι το γεγονός αυτό θα οδηγήσει σε ευρύτατη αποψίλωση όπως συνέβη και με την περιοχή Pernambuco όπου έχει παραμείνει ένα ελάχιστο ποσοστό <3% της αρχικής δασικής έκτασης [16].
Το ενεργειακό όφελος, οι περιβαλλοντικές και κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις της βιομηχανικής ενεργειακής καλλιέργειας
Η παραγωγή βιοαιθανόλης είναι μια εξαιρετικά ενεργοβόρος διαδικασία υψηλής έντασης εκμετάλλευσης γης που απαιτεί τεράστιο όγκο λιπασμάτων, με τις ΗΠΑ να χρειάζονται 3.3 εκατομμύρια εκταρίων γης ώστε να παραχθούν 10.6 δισεκατομμύρια λίτρα βιοαιθανόλης. Επιπλέον, βάσει υπολογισμών προκύπτει πως δεν υπάρχει καθαρό ενεργειακό όφελος μιας και εκτιμάται ότι για κάθε 1 παραγόμενο γαλόνι βιοντίζελ από σόγια και βιοαιθανόλης από καλαμπόκι απαιτούνται 1.27 και 1.29 γαλόνια ενέργειας που προέρχονται από ορυκτά καύσιμα, αντίστοιχα [16].
Σε περιβαλλοντικό επίπεδο, οι μηχανοποιημένες μονοκαλλιέργειες αλλά και η μεταφορά των βιοκαυσίμων από τις χώρες παραγωγούς στις χώρες εισαγωγείς οδηγεί σε εκπομπή αερίων του θερμοκηπίου και κλιματική αλλαγή. Σε οικονομικό επίπεδο και επίπεδο αγροτικής πολιτικής, οι τεράστιες επεκτάσεις ενεργειακών καλλιεργειών όπως αυτή της σόγιας είναι γνωστό πως περιορίζει δραστικά την καλλιέργεια άλλων εδώδιμων φυτών με αποτέλεσμα την μείωση της αυτάρκειας μιας χώρας ακόμα και σε βασικά τρόφιμα, την αύξηση των εισαγωγών αλλά και την αύξηση των τιμών ειδών που καλλιεργούνται με κύριο σκοπό την παραγωγή βιοκαυσίμων παρά την κατανάλωσή τους ως τρόφιμα. Το 2003-2004 στην Αργεντινή σημειώθηκε πτώση του αριθμού εκταρίων καλλιεργειών καλαμποκιού κατά 2.9 εκατομμύρια ενώ η ολοένα μεγαλύτερη ζήτηση των ΗΠΑ για ενεργειακές παρά εδώδιμες φυτείες καλαμποκιού είχε ως αποτέλεσμα η τιμή της τορτίγιας που περιέχει καλαμπόκι να αυξηθεί κατά 400% στο Μεξικό. Έχει διατυπωθεί η πρόταση οι βιομηχανικές ενεργειακές μονοκαλλιέργειες να αντικατασταθούν από βιολογικές καλλιέργειες μικρής κλίμακας με στόχο την μείωση της κατανάλωσης καυσίμων σε παγκόσμια κλίμακα [17].
VI. Η έννοια της ΚΒΒΕ και η Ευρωπαϊκή στρατηγική για την βιοοικονομία
Στην ΕΕ η έννοια της βιοοικονομίας που βασίζεται στην γνώση (knowledge-based bioeconomy, KBBE) εισήχθη επίσημα το 2005 με έμφαση στη βιοτεχνολογία και την βιωσιμότητα ώστε η γνώση στις επιστήμες ζωής να μετασχηματιστεί σε νέα, ανταγωνιστικά προϊόντα. Το 2007 ήταν έτος σταθμός για τον τομέα της βιοοικονομίας στην ΕΕ: Στις 30 Μαΐου του 2007 στο συνέδριο ‘En Route to the Knowledge-Based Bio-Economy’ που έλαβε χώρα στην Κολωνία από την Γερμανική προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ δημοσιεύθηκε το λεγόμενο «άρθρο της Κολωνίας» (Cologne Paper) ως απότοκο της εργασίας ειδικών από το χώρο του Πανεπιστημίου και της Βιομηχανίας που προσκλήθηκαν να παρουσιάσουν τις προοπτικές της ΚΒΒΕ στα επόμενα 20 χρόνια [18]. Στο άρθρο αυτό παρουσιάζονται ευρήματα έξι workshops που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ του Ιανουαρίου και του Μαρτίου του 2007 με αντικείμενο συζήτησης 1. το γενικό πλαίσιο, 2. τα τρόφιμα, 3. τα βιο-υλικά και τις βιολογικές διεργασίες, 4. την βιοενέργεια, 5. την βιοϊατρική και 6. νέες έννοιες και αναδυόμενες τεχνολογίες. Το έβδομο πρόγραμμα πλαίσιο για την έρευνα και την τεχνολογική ανάπτυξη (FP7, 2007–2013) αφιέρωσε 1.7 δισεκατομμύρια στο πρόγραμμα ΚΒΒΕ που περιελάμβανε και έρευνα στην γεωργία, την αλιεία και τον δασικό πλούτο. Παράλληλα, η ΕΕ καθόρισε μία δέσμη μέτρων για το κλίμα και την ενέργεια το οποίο εγκρίθηκε το 2008. Με τα υφιστάμενα μέτρα το 2020 αναμένεται μείωση στην εκπομπή αερίων του θερμοκηπίου κατά 26% συγκριτικά με το 1990 και κατά ενθαρρυντικό τρόπο ήδη το 2015 η αντίστοιχη μείωση ανήλθε στο 22%.
Σε αυτά τα πλαίσια και με δεδομένη την οικονομική κρίση στις 3 Μαρτίου του 2010 προτάθηκε μία δεκαετής στρατηγική, η «Ευρώπη 2020» με στόχους μεταξύ των άλλων την αύξηση της απασχόλησης σε ποσοστό 75% των ατόμων ηλικίας 20–64 ετών, την μείωση τουλάχιστον κατά 20 εκατομμύρια των ατόμων που διαβιούν υπό συνθήκες φτώχιας ή κινδυνεύουν να φτωχοποιηθούν και την μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου κατά 20% συγκριτικά με τα αντίστοιχα επίπεδα του 1990. Η Ευρώπη 2020 λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις διαρθρωτικές αδυναμίες της Ευρωπαϊκής οικονομίας δίνει έμφαση στην έξυπνη, βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη ώστε να βελτιωθεί η παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητα στις χώρες της ΕΕ, αλλά και να αυξηθεί η χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας επιτυγχάνοντας εξανθράκωση της οικονομίας με ταυτόχρονο εκμοντερνισμό του τομέα μεταφορών.
Δύο χρόνια αργότερα, στις 13 Φεβρουαρίου του 2012 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υιοθέτησε την στρατηγική «Καινοτομία για βιώσιμη ανάπτυξη: μια βιοοικονομία για την Ευρώπη» (Innovating for Sustainable Growth: A Bioeconomy for Europe) με σκοπό να απαντήσει στις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν σήμερα οι Ευρωπαϊκές χώρες και οι υπόλοιπες χώρες του κόσμου σχετικά με την οικολογία, την ενέργεια, τον διατροφικό τομέα και τους φυσικούς πόρους. Στα πλαίσια του τρέχοντος χρηματοδοτικού προγράμματος «Ορίζων 2020» (Horizon 2020) της ΕΕ στηρίζονται έργα έρευνας και ανάπτυξης βιώσιμων χωρίς αποκλεισμούς λύσεων βάσει της κυκλικής βιοοικονομίας, με την χρηματοδότηση να φτάνει τα 80 δισεκατομμύρια ευρώ για 7 έτη (2014-2020). Στα δε πλαίσια του προγράμματος «Ορίζων Ευρώπη»
(Horizon Europe, το FP9) συνολικού ύψους χρηματοδότησης 94.1 δισεκατομμυρίων ευρώ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει προτείνει την περίοδο 2021-2027 να διατεθούν 10 δισεκατομμύρια ευρώ για τρόφιμα, φυσικούς πόρους και την ανάπτυξη της βιοοικονομίας [19].
VII. Επίλογος
Mέσω των βιοκαυσίμων και την παραγωγή βιοενέργειας είναι δυνατή η μετατροπή μικρών κοινοτήτων σε αυτοπαραγωγούς. Η χώρα μας διακρίνεται από τεράστια δυναμική όσον αφορά την αγορά βιοαερίου ενώ στο τρέχον χρηματοδοτικό της πρόγραμμα «Ορίζων 2020» η ΕΕ υποστηρίζει την υλοποίηση έργων που θα ωθήσουν την ανάπτυξη μέσω της κυκλικής βιοοικονομίας. Η παραγωγή βιοενέργειας μέσω βιομεθανίου ή βιοαιθανόλης θα βοηθούσε πολύ στη διαμόρφωση μιας βιώσιμης βιοοικονομίας δεδομένης της εξάντλησης των αποθεμάτων της βιομάζας ξύλου και την επιτάχυνση της κλιματικής αλλαγής που προκαλεί η χρήση μεγάλων ποσοτήτων ξύλου ως καύσιμο παγκοσμίως. Ένα μοντέλο αειφόρου ανάπτυξης είναι στενά συνδεδεμένο με την περιβαλλοντική βιωσιμότητα και την βιωσιμότητα των φυσικών πόρων.
Βιβλιογραφία
1. Martinez de Arano, I., Muys, B., Corrado, T., Pettenella, D., Feliciano, D., Rigolot, E., Lefevre, F., Prokofieva, I., Labidi, J., Carnus, J.M., Secco, L., Fragiacomo, M., Follesa, M., Masiero, M. and Llano-Ponte, R. 2018. A forest-based circular bioeconomy for southern Europe: visions, opportunities and challenges. Reflections on the bioeconomy. European Forest Institute.
2. https://www.forbes.com/sites/meghancasserly/2011/02/10/the-happiest-careers-in-america/#2a16408e4c3c
3. Asveld L, van Est R, Stemerding D. Getting to the core of the bio-economy: A perspective on the sustainable promise of biomass. The Hague, Netherlands: Rathenau Institute, 2011:7–14
4. Kline KL, Msangi S, Dale VH, et al. Reconciling food security and bioenergy: Priorities for action. GCB Bioenergy 2016;9(3):557–576
5. Berndes G, Ahlgren S, Börjesson P, et al. Bioenergy and land use change—State of the art. Wiley Interdisciplinary Reviews: Energy and Environment 2013;2(3):282–303
6. Piotrowski S, Carus M, Essel R. Global bioeconomy in the conflict between biomass supply and demand. Ind Biotechnol 2015;11(6):308–315
7. Directive 2009/28/EC on the promotion of the use of energy from renewable sources, OJ L 140, 5.6.2009.
8. Report from the Commission to the European Parliament, the council, the European Economic and Social Committee and the Committee of the Regions. Renewable Energy Progress Report. Brussels, 1.2.2017 COM(2017) 57 final.
9. Souza GM, Victoria RL, Joly CA, et al. Bioenergy & sustainability: Bridging the gaps. Paris, France: Scientific Committee on Problems of the Environment (SCOPE), 2015:5–7
10. Johnson FX, Silveira S. Pioneer countries in the transition to alternative transport fuels: Comparison of ethanol programmes and policies in Brazil, Malawi and Sweden. Environmental Innovation and Societal Transitions 2014;11:1–24
11. Liavoga A, Virgin I, Ecuru J, et al. Fostering a bio-economy in eastern Africa: Insights from Bio-Innovate. Nairobi, Kenya: International Livestock Research Institute (ILRI), 2016:12–97
12. Bailis R, Drigo R, Ghilardi A, et al. The carbon footprint of traditional woodfuels. Nature Climate Change 2015;5(3):266–272.
13. https://www.enetpress.gr/36616-2/
14. Mizrachi E, Mansfield SD, Myburg AA.Cellulose factories: advancing bioenergy production from forest trees. New Phytol. 2012 Apr;194(1):54-62.
15. Hayes TB, Khoury V, Narayan A, Nazir M, Park A, Brown T, Adame L, Chan E, Buchholz D, Stueve T, Gallipeau S. Atrazine induces complete feminization and chemical castration in male African clawed frogs (Xenopus laevis). Proc Natl Acad Sci U S A. 2010 Mar 9;107(10):4612-7.
16.JM Delai, JAC Siqueira, CE Nogueira, RF Santos, DB dos Santos.Energetic assessment of soybean biodiesel obtainment in West Paraná, Brasil. African Journal of Biotechnology. Vol 13, No 29 (2014).
17. Altieri MA, Bravo E. The ecological and social tragedy of crop-based biofuel production in the Americas.
http://citeseerx.ist.psu.edu/viewdoc/download?doi=10.1.1.547.8944&rep=rep1&type=pdf
18. https://dechema.de/dechema_media/Downloads/Positionspapiere/Cologne_Paper.pdf
19. https://www.lawspot.gr/nomika-nea/nea-stratigiki-gia-ti-viooikonomia-gia-mia-viosimi-eyropi
Η Παναγιώτα Παπανάγνου είναι βιοχημικός-βιοτεχνολόγος, διδάκτορας Ιατρικής Αθηνών και μετα-διδακτορική ερευνήτρια στο Ο.Α.Ν.Α. «Άγιος Σάββας»